ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)



1 Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό.1 Καθώς δε επροχωρούσε να συμπληρωθή και να κλείση η ημέρα της Πεντηκοστής, η οποία είχε αρχίσει από την προηγουμένην εσπέραν, ήσαν όλοι οι πιστοί ομόψυχοι, συγκεντρωμένοι στο ίδιον μέρος.
2 καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι·2 Και έξαφνα ήλθε από τον ουρανόν ένας ήχος, σαν ισχυρή βοή ανέμου που κινείται με ορμήν, και εγέμισε όλο το σπίτι, μέσα στο οποίον εκάθηντο οι μαθηταί.
3 καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν,3 Και παρουσιάσθησαν εις αυτούς γλώσσες σαν από φλόγες πυρός, να διαμοιράζωνται· και στον καθένα από αυτούς εκάθισε από μία γλώσσα.
4 καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι.4 Και εγέμισαν όλοι από Πνεύμα Αγιον και ήρχισαν να ομιλούν ξένας γλώσσας και να κηρύττουν τας υψηλάς αληθείας, όπως το Πνεύμα το Αγιον τους εφώτιζε και τους έδιδε την δύναμιν να ομιλούν.
5 Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν·5 Ευρίσκοντο δε εις την Ιερουσαλήμ κατά την ημέραν εκείνην, άλλοι μεν ως μόνιμοι κάτοικοι, άλλοι δε ως προσωρινοί λόγω της εορτής, άνδρες Ιουδαίοι ευσεβείς από κάθε έθνος που υπήρχε κάτω από τον ουρανόν.
6 γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν.6 Οταν δε έγινε η βοή από τον ουρανόν, εμαζεύτηκε το πλήθος εκεί και όλοι εκυριεύθησαν από σύγχυσιν και απορίαν, διότι ο καθένας των ήκουε τους μαθητάς να ομιλούν την ιδικήν του γλώσσαν.
7 ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· Οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι;7 Εξεπλήσσοντο δε όλοι και εθαύμαζαν, λέγοντες μεταξύ των· “τι συμβαίνει; Ολοι αυτοί, που ομιλούν, δεν είναι Γαλιλαίοι;
8 καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν,8 Και πως, ο καθένας από ημάς, τους ακούομεν να ομιλούν την ιδικήν μας γλώσσαν, την οποίαν εμάθαμεν από της γεννήσεώς μας;
9 Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν,9 Και είμεθα από τόσα πολλά έθνη· Παρθοι και Μήδοι και Ελαμίται και κάτοικοι της Μεσοποταμίας, της Ιουδαίας και της Καππαδοκίας, του Ποντου και της Ασίας,
10 Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι,10 της Φρυγίας και της Παμφυλίας, της Αιγύπτου και των περιοχών της Λιβύης, που είναι πλησίον της Κυρήνης, όπως επίσης και οι παρεπίδημοι Ρωμαίοι, Ιουδαίοι την καταγωγήν και προσήλυτοι από άλλα έθνη.
11 Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;11 Ακόμη δε Κρήτες και Αραβες, όλοι όσοι καταγόμεθα από τα πολλά και διάφορα αυτά μέρη, πως συμβαίνει να τους ακούωμεν να κηρύττουν τα μεγαλεία του Θεού εις τας ιδικάς μας γλώσσας;”
12 ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ διηπόρουν, ἄλλος πρὸς ἄλλον λέγοντες· Τί ἂν θέλοι τοῦτο εἶναι;12 Εξεπλήσσοντο δε όλοι και απορούσαν, λέγοντες ο ένας προς τον άλλον· “τι τάχα σημαίνει το έκτακτον αυτό γεγονός;”
13 ἕτεροι δὲ χλευάζοντες ἔλεγον ὅτι Γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσί.13 Αλλοι δε περιγελούσαν και έλεγαν· “έπιαν πολύ και δυνατό κρασί και γι' αυτό δεν ξέρουν τι λένε”.
14 Σταθεὶς δὲ Πέτρος σὺν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς· Ἄνδρες Ἰουδαῖοι καὶ οἱ κατοικοῦντες Ἱερουσαλὴμ ἅπαντες, τοῦτο ὑμῖν γνωστὸν ἔστω καὶ ἐνωτίσασθε τὰ ῥήματά μου.14 Και τότε ο Πετρος μαζή με τους ένδεκα εστάθηκε, ώστε να τον βλέπουν όλοι, ύψωσε την φωνήν αυτού και ήρχισε να ομιλή, όπως το Πνεύμα το Αγιον τον εφώτιζε· “άνδρες Ιουδαίοι και σεις όλοι που κατοικείτε την Ιερουσαλήμ, ας γίνη γνωστόν εις σας αυτό, που θα σας πω και ακούσατε με προσοχήν τα λόγια μου.
15 οὐ γὰρ, ὡς ὑμεῖς ὑπολαμβάνετε, οὗτοι μεθύουσιν· ἔστι γὰρ ὥρα τρίτη τῆς ἡμέρας·15 Δεν είναι ορθόν αυτό που είπατε, διότι αυτοί οι άνθρωποι που ομιλούν ενώπιόν σας ξένας γλώσσας, δεν είναι μεθυσμένοι, όπως σεις νομίζετε· άλλωστε η ώρα είναι τρεις μετά την ανατολήν του ηλίου, που ως γνωστόν και σύμφωνα με την διδασκαλίαν των ραββίνων δεν πίνουν ακόμη κρασί οι άνθρωποι.
16 ἀλλὰ τοῦτό ἐστι τὸ εἰρημένον διὰ τοῦ προφήτου Ἰωήλ.16 Αλλά αυτό, που βλέπετε, είναι εκπλήρωσις εκείνου που ελέχθη από τον προφήτην Ιωήλ, ο οποίος και προείπε·
17 καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται, καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται·17 Και κατά τις τελευταίες εκείνες ημέρες, που θα επακολουθήσουν την έλευσιν του Μεσσίου, θα χύσω-λέγει ο Θεός-από τας δωρεάς και τα χαρίσματα του Πνεύματός μου εις κάθε άνθρωπον· και θα προφητεύσουν οι υιοί σας και αι θυγατέρες σας· οι δε νέοι σας θα ίδουν αποκαλυπτικά οράματα και οι γέροντές σας θα λάβουν θεία και αποκαλυπτικά όνειρα.
18 καί γε ἐπὶ τοὺς δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός μου, καὶ προφητεύσουσι.18 Ακόμη δε στους δούλους μου και εις τας δούλας μου θα χορηγήσω κατά τις ημέρες εκείνες από τα χαρίσματα του Πνεύματός μου και θα προφητεύσουν.
19 καὶ δώσω τέρατα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ σημεῖα ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, αἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ·19 Και θα δώσω θαύματα επάνω στον ουρανόν και σημεία εις την γην κάτω, που θα μαρτυρούν την θείαν μου δύμαμιν· αιματοχυσίας και πυρκαϊάς και σύνεφα καπνού, που θα ανεβαίνουν από τας καιομένας πόλεις σας.
20 ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ.20 Ο ήλιος από φωτεινός που είναι, θα αλλάξη και θα γίνη σκοτάδι· το φεγγάρι θα φένεται σαν αίμα, πριν έλθη η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και περίβλεπτος.
21 καὶ ἔσται πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται.21 Και τότε καθένας, που με πίστιν θα επικαλεσθή το όνομα του Κυρίου θα σωθή.
22 Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, ἀκούσατε τοὺς λόγους τούτους. Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον, ἄνδρα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ἀποδεδειγμένον εἰς ὑμᾶς δυνάμεσι καὶ τέρασι καὶ σημείοις οἷς ἐποίησε δι’ αὐτοῦ ὁ Θεὸς ἐν μέσῳ ὑμῶν, καθὼς καὶ αὐτοὶ οἴδατε,22 Ανδρες Ισραηλίται, ακούστε με προσοχήν τους λόγους αυτούς, που θα σας πω· Τον Ιησούν τον Ναζωραίον, ο οποίος απεδείχθη και εμαρτυρήθη εις σας από τον ίδιον τον Θεόν με υπερφυσικάς δυνάμεις και καταπληκτικά θαύματα και υπερφυσικά σημεία, που δι' αυτού έκαμε ανάμεσα εις όλους σας ο Θεός, όπως άλωστε και σεις οι ίδιοι καλά γνωρίζετε,
23 τοῦτον τῇ ὡρισμένῃ βουλῇ καὶ προγνώσει τοῦ Θεοῦ ἔκδοτον λαβόντες, διὰ χειρὸς ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλατε·23 αυτόν τον Ιησούν, ο οποίος σύμφωνα με την ωρισμένην θέλησιν και πρόγνωσιν του Θεού σας παρεδόθη από τον προδότην, αφού τον επιάσατε, τον εσταυρώσατε και τον εφονεύσατε με τα χέρια των Ρωμαίων στρατιωτών, οι οποίοι, σαν εθνικοί που είναι, δεν έχουν και δεν γνωρίζουν τον νόμον του Θεού.
24 ὃν ὁ Θεὸς ἀνέστησε λύσας τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου, καθότι οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν ὑπ’ αὐτοῦ.24 Αυτόν ο Θεός τον ανέστησεν εκ νεκρών και κατέλυσε τας φοβεράς θλίψστου θανάτου, διότι δεν ήτο δυνατόν να κρατήται αυτός από τον θάνατον.
25 Δαυῒδ γὰρ λέγει εἰς αὐτόν· προορώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν ἵνα μὴ σαλευθῶ.25 Επειδή και ο Δαυίδ λέγει δια λογαριασμόν αυτού· Εγώ ο Μεσσίας έβλεπα εμπρός μου τον Κυριον διαρκώς, ότι είναι εις τα δεξιά μου, έτοιμος και ισχυρός να με προστατεύση, δια να μη κλονισθώ από το φρικτόν μαρτύριον και τον σκληρόν θάνατον.
26 διὰ τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ’ ἐλπίδι,26 Δια τούτο ακριβώς ευφράνθηκε η καρδιά μου και η γλώσσα μου εξεδήλωσε την αγαλλίασίν μου, ακόμη δε και το σώμα μου θα αναπαυθή κατά την ώραν του θανάτου και θα κατοικήση εις τάφον με βεβαίαν την ελπίδα ότι συντομώτατα θα αναστηθή.
27 ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδου οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν.27 Διότι συ, ουράνιε Πατερ, δεν θα εγκαταλείψης την ψυχήν μου στον Αδην και δεν θα επιτρέψης ο αφωσιωμένος εις σε άγιος Μεσσίας να ίδη το σώμα του φθειρόμενον εις την αποσύνθεσιν του τάφου.
28 ἐγνώρισάς μοι ὁδοὺς ζωῆς, πληρώσεις με εὐφροσύνης μετὰ τοῦ προσώπου σου.28 Συ έκαμες εις εμέ γνωστούς τους πνευματικούς δρόμους, που οδηγούν εις την πνευματικήν ζωήν· θα με γεμίσης με ευφροσύνην, όταν θα με αξιώσης και ως άνθρωπος να απολαμβάνω την δόξαν του προσώπου σου.
29 Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παρρησίας πρὸς ὑμᾶς περὶ τοῦ πατριάρχου Δαυῒδ ὅτι καὶ ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἔστιν ἐν ἡμῖν ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης.29 Ανδρες αδελφοί, είναι επιτετραμμένον να σας πω με όλον το θάρρος δια τον πατριάρχην Δαυίδ ότι και απέθανε και ετάφη και το μνημείον του ευρίσκεται εδώ μεταξύ μας μέχρι της ημέρας αυτής. (Αρα η παρά πάνω προφητεία του δεν αναφέρεται εις αυτόν).
30 προφήτης οὖν ὑπάρχων, καὶ εἰδὼς ὅτι ὅρκῳ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ Θεὸς ἐκ καρποῦ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ τὸ κατὰ σάρκα ἀναστήσειν τὸν Χριστὸν καθίσαι ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ,30 Αλλά προφήτης πραγματικός υπάρχων ο Δαυίδ και γνωρίζων πολύ καλά, ότι ο Θεός του είχε υποσχεθή με όρκον, πως από απόγονον των σπλάγχνων του, δηλαδή από την Παρθένον Μαρίαν, επρόκειτο να αναστήση τον Χριστόν, κατά το ανθρώπινον, και να τον καθίση στον θρόνον ως βασιλέαν αιώνιον,
31 προϊδὼν ἐλάλησε περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὅτι οὐ κατελείφθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς ᾅδου οὔτε ἡ σὰρξ αὐτοῦ εἶδε διαφθοράν.31 προείδε και ελάλησε δια την ανάστασιν του Χριστού, ότι δεν εγκατελείφθη η ψυχή του στον Αδην ούτε το σώμα του είδε την φθοράν και την αποσύνθεσιν του θανάτου.
32 τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ἀνέστησεν ὁ Θεός, οὗ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες.32 Αυτό τον Ιησούν τον ανέστησεν πράγματι ο Θεός και αυτού του μεγάλου γεγονότος είμεθα ημείς μάρτυρες.
33 τῇ δεξιᾷ οὖν τοῦ Θεοῦ ὑψωθεὶς, τήν τε ἐπαγγελίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος λαβὼν παρὰ τοῦ πατρὸς, ἐξέχεε τοῦτο ὃ νῦν ὑμεῖς βλέπετε καὶ ἀκούετε.33 Αφού, λοιπόν, με την παντοδύναμον δεξιάν του Θεού ανεστήθη εκ των νεκρών και υψώθηκε στους ουρανούς και έλαβεν από τον Πατέρα το Αγιον Πνεύμα, που είχε υποσχεθή και εις ημάς, το έστειλε με τας πλουσίας του δωρεάς και ενεργείας εις ημάς, πράγμα το οποίον σεις σήμερα και βλέπετε και ακούετε.
34 οὐ γὰρ Δαυῒδ ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανούς, λέγει δὲ αὐτός· εἶπεν Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου34 Αλλά και περί της αναλήψεως του Μεσσίου στους ουρανούς επροφήτευσε ο Δαΐδ, διότι δεν ανέβηκε ο Δαυίδ στους ουρανούς, εν τούτοις όμως λέγει ο ίδιος· Είπεν ο Κυριος και Θεός στον Μεσσίαν, που είναι απόγονός μου κατά το ανθρώπινον, αλλά Κυριος μου ως Θεός, ίσος με τον Πατέρα, κάθισε εις τα δεξιά μου,
35 ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου.35 έως ότου βάλω κάτω από τα πόδια σου νικημένους τους εχθρούς σου.
36 ἀσφαλῶς οὖν γινωσκέτω πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ ὅτι καὶ Κύριον καὶ Χριστὸν αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐποίησε, τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε.36 Ας γνωρίζη, λοιπόν, με κάθε βεβαιότητα όλη η φυλή του Ισραήλ, ότι αυτόν τον Ιησούν, τον οποίον σεις εσταυρώσατε, ο Θεός τον ανέδειξε Κυριον και Χριστόν”.
37 Ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ, εἶπόν τε πρὸς τὸν Πέτρον καὶ τοὺς λοιποὺς ἀποστόλους· Τί ποιήσομεν, ἄνδρες ἀδελφοί;37 Αφού δε ήκουσαν τα θεόπνευστα αυτά λόγια, κατελήφθησαν από λύπην και κατάνυξιν καρδίας δια την βαρείαν ενοχήν των και είπαν προς τον Πετρον και τους άλλους Αποστόλους· “τι να κάμωμεν, άνδρες αδελφοί;”
38 Πέτρος δὲ ἔφη πρὸς αὐτούς· Μετανοήσατε, καὶ βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπὶ τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ ἁγίου Πνεύματος.38 Είπε δε προς αυτούς ο Πετρος· “μετανοήσατε και ας βαπτισθή ο καθένας σας στο όνομα του Ιησού Χριστού δια την άφεσιν των αμαρτιών σας· και θα λάβετε και σεις την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος.
39 ὑμῖν γάρ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία καὶ τοῖς τέκνοις ὑμῶν καὶ πᾶσι τοῖς εἰς μακρὰν, ὅσους ἂν προσκαλέσηται Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν.39 Διότι η υπόσχεσις, που εδόθη δια του προφήτου Ιωήλ περί των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, είναι και δια σας και δια τα παιδιά σας και δι' όλους, που ευρίσκονται μακράν από τον Θεόν εις την πλάνην της ειδωλολατρίας και τους οποίους θα προσκαλέση ο Κυριος και Θεός μας εις την νέαν πίστιν”.
40 ἑτέροις τε λόγοις πλείοσι διεμαρτύρατο καὶ παρεκάλει λέγων· Σώθητε ἀπὸ τῆς γενεᾶς τῆς σκολιᾶς ταύτης.40 Και με άλλους περισσοτέρους λόγους, κατά ένα τρόπον ζωηρόν και έντονον, εκήρυττε και εμαρτυρούσε ο Πετρος την περί του Χριστού αλήθειαν και τους παρακινούσε να μετανοήσουν και πιστεύσουν λέγων· “σωθήτε από την πονηράν και διεστραμμένην αυτήν γενεάν, που βαδίζει προς την φοβεράν τιμωρίαν και καταστροφήν”.
41 οἱ μὲν οὖν ἀσμένως ἀποδεξάμενοι τὸν λόγον αὐτοῦ ἐβαπτίσθησαν, καὶ προσετέθησαν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ψυχαὶ ὡσεὶ τρισχίλιαι.41 Και αυτοί, τότε εδέχθησαν με χαράν την διδασκαλίαν του Πετρου, εβαπτίσθησαν και προσετέθησαν εις την Εκκλησίαν του Χριστού κατά την ημέραν εκείνην τρεις περίπου χιλιάδες ψυχές.
42 ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς.42 Με επιμονήν και ζήλον μεγάλον ήκουαν την διδασκαλίαν των Αποστόλων, επικοινωνούσαν με αγάπην μεταξύ των, μετελάμβαναν στο μυστήριον της θείας Ευχαριστίας και προσηύχοντο.
43 Ἐγένετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος, πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο.43 Επεσε δε φόβος μεγάλος εις κάθε ψυχήν και εις αυτούς που δεν επίστευαν και προηγουμένως περιγελούσαν τους μαθητάς, διότι πολλά καταπληκτικά θαύματα και υπερφυσικά σημεία εγίνοντο δια των Αποστόλων.
44 πάντες δὲ οἱ πιστεύσαντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά,44 Ολοι δε αυτοί που είχαν πιστεύσει ευρίσκοντο εις συνεχή επικοινωνίαν και ενότητα μεταξύ των και είχαν τα πάντα κοινά.
45 καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε·45 Επωλούσαν δε τα κτήματα και τα άλλα υπάρχοντά των και τα εισπραττόμενα χρήματα εμοίραζαν στους πτωχούς αδελφούς, ανάλογα με τας ανάγκας που είχε ο καθένας από αυτούς.
46 καθ’ ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντές τε, κατ’ οἶκον ἄρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας,46 Καθε δε ημέραν ήρχοντο με ζήλον και με μίαν ψυχήν όλοι στον ναόν, και αφού έκοπταν το ψωμί, ιδιαιτέρως εις τα σπίτια, μετείχαν εις την τροφήν που παρετίθετο και έτρωγαν με αγαλλίασιν και απλότητα καρδίας
47 αἰνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν. ὁ δὲ Κύριος προσετίθει τοὺς σῳζομένους καθ’ ἡμέραν τῇ ἐκκλησίᾳ.47 δοξολογούντες τον Θεόν και έχοντες την εκτίμησιν και εύνοιαν όλου του λαού. Ο δε Κυριος προσέθετε κάθε ημέραν και άλλους πιστούς εις την Εκκλησίαν.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια