ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ


Έχοντας υπ’ όψιν μου τους υπερφυσικούς κόπους του Οσίου Πατρός και όλη  του την αγάπη που είχε για τον κόσμο, τον οποίο βοηθούσε ανθρώπινα και θεϊκά (με  θαύματα),  θεώρησα  σαν  απαραίτητο  καθήκον  μου  να  γράψω  ορισμένα  από  τα  γνωστά του θαύματα εις δόξαν Θεού , και από ευλάβεια στον Άγιο Πατέρα , για να  ελαττώσω  και  λίγο  την  αχαριστία  μου.  Τα  θαύματα  του  Αγίου  Πατρός,  που  διηγήθηκαν Φαρασιώτες παλαιοί και νεώτεροι, είναι μόνον από όσα ενεργούσε η  Χάρις του Θεού φανερά και δεν μπορούσαν να γίνουν εν τω κρυπτώ, γιατί η μυστική  ζωή του Πατρός Αρσενίου μας είναι εντελώς άγνωστη.
Όσοι  τον  παρακολουθούσαν  με  περισσότερη  ευλάβεια  και  ενδιαφέρον,  τα  θυμόνταν ολοκληρωμένα – αναφέρω και τα ονόματα τους , για να μνημονεύωνται .  Φυσικά θα μνημονεύωνται σιωπηλά και τα ονόματα όλων των Φαρασιωτών που μου  διηγήθηκαν και αυτοί διάφορα θαύματα, αλλά δεν τα αναφέρω όλα , για να μην  κουράζωνται οι αναγνώστες. Κυρίως παρέλειψα τις θεραπείες από τις ίδιες αρρώστιες  που  έγιναν σε πολλούς ανθρώπους. Όλα όμως σχεδόν τα στοιχεία ήταν και στις  πληροφορίες του ψάλτη Προδρόμου Κορτσινόγλου, ο οποίος ήταν και ο κώδικας της  βιογραφίας του χαριτωμένου Χατζεφεντή.
Επάνω σ’ έναν βράχο, μέσα σε μια σπηλιά, ήταν ένα Εξωκλήσι της Παναγίας  (σο Κάντσι). Οι Φαρασιώτες είχαν προεκτείνει προς τα έξω του βράχου σανιδένιο  εξώστη  για  ευρυχωρία .  Για  να  φθάσουν  μέχρι  εκεί ,  έπρεπε  να  ανεβούν  σαράντα  σκαλοπάτια σκαλιστά στον βράχο και άλλα εκατόν είκοσι, που είχαν φτιαγμένα με  σανίδες. Σ’ αυτό λοιπόν το Εξωκλήσι είχε πάει να λειτουργήση ο Πατήρ Αρσένιος και  ο Πρόδρομος, ως συνήθως . Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, ο Πατήρ βγήκε λίγο  στον εξώστη. Εκεί που ακουμπούσε, ξεκαρφώθηκε μια σανίδα και ο Πατήρ έπεσε  κάτω στον γκρεμό. Ένας γεωργός που τον είδε από απέναντι να πέφτη, άφησε τα  βόδια του στον ζυγό και έτρεξε, για να συμμαζέψη το σκορπισμένο του κορμί, όπως  νόμιζε. Ο Πρόδρομος δεν είχε καταλάβει τίποτε , γιατί ήταν μέσα στον Ναό και τον  συγύριζε. Όταν λοιπόν έφθασε ο γεωργός εκεί κοντά στον γκρεμό κάτω, είδε το κορμί  του Πατρός Αρσενίου ολόκληρο, αλλά ακίνητο, και πήγε να το πιάση. Ο Πατήρ όμως  είπε στον γεωργό: «Μη μ’ αγγίζης· δεν έχω τίποτε».
Έμεν ακίνητος ο Πατήρ, όχι γιατί είχε χτυπήσει, αλλά από μεγάλη συγκίνηση,  διότι την ώρα που έπεφτε κάτω στον γκρεμό, τον πήρε στην αγκαλιά της μία Γυναίκα,  τον κατέβασε κάτω και τον άφησε. [//87] Είχε νιώσει τον εαυτό του, όπως έλεγε, εκείνη  την ώρα, σαν να ήταν μωρό παιδί στην αγκαλιά της μητέρας του. Σηκώθηκε λοιπόν  μετά από την συγκίνηση εκείνη και ανέβηκε από τον γκρεμό και τα εκατόν εξήντα  σκαλοπάτια, που μόνον αυτά συμπλήρωναν πενήντα μέτρα ύψος, και πήγε ξανά στο  Εξωκλήσι  της  Παναγίας  και  διηγήθηκε  ό,τι  έγινε  στον  Πρόδρομο ,  ο  οποίος  ήταν  αφοσιωμένος  στο  συγύρισμα  του  Ναού  και  δεν  είχε  ακόμη  καταλάβει  τίποτε .  Ο  γεωργός επίσης πήγε μετά στα Φάρασα και το ομολογούσε.
Ένας Τούρκος από το χωριό Τελέληδες είχε μολύνει το Αγίασμα του Αγίου  Χρυσοστόμου, και ο Άγιος , για να τον παιδαγωγήση , τον τιμώρησε και γύρισε τοπρόσωπο του πίσω στις πλάτες του. Τον έφεραν και αυτόν στον Χατζεφεντή, για να  τον διαβάση να γίνη καλά. Ο Πατήρ όμως τον κράτησε μια εβδομάδα, χωρίς να τον  διαβάση.  Ο  Ψάλτης  του,  που  έβλεπε  να  κρατάη  τον  Τούρκο  μια  εβδομάδα ,  παραξενεύθηκε και είπε στον Πατέρα Αρσένιο:
‐ Νάχω την ευχή σου , τι τον κρατάς μια εβδομάδα αυτόν τον Τούρκο, ενώ  άλλους αρρώστους πιο βαριά τους διαβάζεις και γίνονται αμέσως καλά;  ‐ Τον κρατώ για να κάνη κανόνα, γιατί αυτός έχει χοντρό κεφάλι και δεν τόχει  σε τίποτε, μόλις τον κάνω καλά, να πάη αμέσως να ξαναβουτήξη το κασσιδιάρικο του  κεφάλι στον Αγιασμό.
Όταν τελείωσε η εβδομάδα, τότε τον διάβασε και επανήλθε το πρόσωπο του  στην θέση του και του έκανε παρατήρηση του Τούρκου:  – Άλλη φορά, όταν βλέπης τα βακούφια των Χριστιανών, να τα προσκυνάς  από μακριά και να παίρνης δρόμο.
Από  το  Σατί,  θυμάται  ο  Ανέστης  Καραούσογλου  ότι  κάποιος  Ιερεύς  είχε  γυναίκα  στείρα  και  έφερε  στον  Χατζεφεντή  ένα  φόρεμα  της  πρεσβυτέρας  να  το  διαβάση, για να αποκτήση παιδιά. Ο Πατήρ Αρσένιος , αφού το διάβασε , είπε στον  Ιερέα: «Η πρεσβυτέρα σου θα γεννήση κόρη και να την ονομάσης Εύα», όπως και  έγινε.
Είχαν φέρει κάποτε από τους Τελέληδες μία τυφλή Μουσουλμάνα, ονόματι  Φάτμα, ημέρα Τετάρτη στον Χατζεφεντή, να την διαβάση να γίνη καλά. Επειδή ήταν  έγκλειστος, αφού χτύπησαν την πόρτα του κελλιού του αρκετά οι συνοδοί της τυφλής,  την άφησαν απ’ έξω και πήγαν στο Μεσοχώρι . Εκείνη την ώρα μια Φαρασιώτισσα,  που της είχε αγκυλωθή το χέρι της, πήγε στο κελλί του Χατζεφεντή και πήρε από το  κατώφλι της πόρτας του χώμα , άλειψε το παθεμένο της χέρι και έγινε καλά . (Έτσι  έκαναν όλοι οι Φαρασιώτες αυτές τις δύο ημέρες, που έμενε έγκλειστος, και δεν τον  ενοχλούσαν). Όταν λοιπόν είδε την τυφλή, την ρώτησε γιατί περιμένει και η τυφλή  της είπε την αιτία. Τότε η Φαρασιώτισσα της απάντησε:
‐ Τί κάθεσαι και χασομεράς; Δεν ξέρεις ότι ο Χατζεφεντής την Τετάρτη και την  Παρασκευή δεν ανοίγει; Πάρε χώμα από το κατώφλι της πόρτας και τρίψε τα   μάτια  σου  να  γίνης  καλά ,  όπως  κάνουμε  και  όλοι  αυτές  τις  ημέρες,  όταν  αρρωσταίνουμε.
Η Φαρασιώτισσα έφυγε και πήγε στην δουλειά της. Η Μουσουλμάνα όμως είχε  παραξενευθή  στην  αρχή  γι’  αυτό  που  άκουσε,  αλλά  μετά  έψαξε  και  βρήκε  το  κατώφλι, πήρε χώμα και έτριψε τα μάτια της και αμέσως άρχισε να βλέπη θαμπά.  Από την χαρά της τότε πήρε μια πέτρα και χτυπούσε σαν τρελλή την πόρτα του  Πατρός Αρσενίου, ο οποίος άνοιξε και, επειδή είδε πως ήταν Μουσουλμάνα, ενώ δεν  μιλούσε αυτήν την ημέρα, έκανε διάκριση και την ρώτησε τι θέλει. Του είπε τον λόγο  και ο Πατήρ πήρε το Ευαγγέλιο και την διάβασε και αμέσως της ήρθε όλο της το φως.  Εκείνη τότε από την χαρά της έπεσε στα πόδια του και τον προσκυνούσε με ευλάβεια,  αλλ’ ο Πατήρ την μάλωσε και της είπε:
‐ Εάν θέλης να προσκυνήσης, να προσκυνήσης τον Χριστό που σου έδωσε το  φως, και όχι εμένα.
Έφυγε μετά χαρούμενη να βρη τους συνοδούς της και ανεχώρησαν για το  χωριό τους.
Από το Κελμίρι είχαν φέρει μια γυναίκα λεπρή στον Χατζεφεντή , την οποία  διάβασε  και  καθαρίσθηκε  η  λέπρα  της.  Και ,  όπως  διηγείται  ο  Πρόδρομος  Κορτσινόγλου, το πρόσωπο της μετά φαινόταν σαν πρόσωπο παιδιού, τρυφερό.
Φαρασιώτες  από  την  Δράμα  και  εγκατεστημένοι  στην  Θεσσαλονίκη  διηγήθηκαν ότι δύο Σέχοι (αρχηγοί Μουσουλμανικών φυλών και μάγοι) από
το  Χατζή‐Πεχτές είχαν επισκεφθή τον Πατέρα Αρσένιο. Ο Πατήρ τους δέχθηκε και τους  έφτιαξε και καφέ. Οι Σέχοι όμως άρχισαν τις ανόητες και ζαλισμένες ερωτήσεις, που  έφερναν μόνον πονοκέφαλο. Ο Πατήρ, για να τους ξεφορτωθή, τους είπε:  ‐ Δεν μπορώ να σας ακούω, γιατί πονάει το κεφάλι μου.  Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν και είπε ο ένας στον Πατέρα Αρσένιο:  ‐ Παπάς Εφέντης, θα σου φτιάξουμε ένα μουσχά (χαϊμαλί) και, άμα το φορέσης,  σ’ όλη σου την ζωή δεν θα σε πονέση το κεφάλι σου.  Ο Πατήρ τους απάντησε τότε αυστηρά:  ‐ Έχω μεγαλύτερη δύναμη από την δική σας και μπορώ να σας κάνω με την  δύναμη του Χριστού να μην κουνηθήτε καθόλου από τον τόπο που κάθεσθε.  Τους  άφησε  αμέσως  τότε  και  πήγε  δίπλα  στο  κελλί  του .  Όταν  είχαν  αποτελειώσει τον καφέ τους οι Σέχοι και θέλησαν να φύγουν, με κανέναν τρόπο δεν  μπορούσαν  να  κουνηθούν  από  τον  τόπο  που  κάθονταν,  διότι  ένιωθαν  να  είναι  δεμένοι  με  ένα  αόρατο  δέσιμο.  Αναγκάσθηκαν  τότε  να  φωνάξουν  τον  Πατέρα  Αρσένιο, για να τους λύση. Ο Πατήρ πήγε αμέσως, αλλά δεν τους μίλησε· μόνο νόημα  τους έκανε να φύγουν, και έτσι μπόρεσαν να ξεκοκκαλώσουν από τον τόπο τους. Οι  Σέχοι κατάλαβαν το σφάλμα τους και ζήτησαν συγχώρεση από τον Πατέρα και του  είπαν φεύγοντας:  ‐ Παπάς Εφέντης, συγχώρα μας· η δύναμη σου είναι μεγάλη , γιατί την  παίρνεις από την μεγάλη σου πίστη. Εμείς με τον σατανά δουλεύουμε.
Άλλη φορά, διηγήθηκαν οι ίδιοι, στην μνήμη του Αγίου Χρυσοστόμου, είχαν  καθήσει οι πανηγυριώτες μετά την Θεία Λειτουργία έξω από τον Ναό και έτρωγαν.  Εκεί στον Άγιο Χρυσόστομο ήταν ένα Αγίασμα το οποίο έβγαινε άφθονο από μια  τρύπα  ενός  βράχου  και  έπεφτε  σαν  καταρράκτης  από  ψηλά  κάτω  στον  Ζεμαντή  ποταμό. Άλλοτε πάλι τραβιόταν πίσω τελείως και χανόταν. Ενώ λοιπόν έτρωγαν οι  άνθρωποι, σηκώθηκε μια γυναίκα να πάρη λίγο νερό . Εκείνη την στιγμή το νερό  τραβιόταν  πίσω,  και  η  γυναίκα  έτρεξε  στον  Χατζεφεντή  και  του  το  είπε .  Ο  Χατζεφεντής  πήρε  το  Ευαγγέλιο  και  πήγε  στην  τρύπα  του  βράχου,  γονάτισε  και  διάβασε λίγο, και το νερό ήρθε αμέσως.
Αυτό συνέβαινε πολλές φορές· τραβιόταν το νερό και ερχόταν πάλι, μετά από  αρκετό  διάστημα.  Ο  Αναστάσιος  Λεβίδης  λέγει  ότι  ήταν  το  φυσικό  φαινόμενο  παλίρροια  και  άμπωτις .  Ο  δούλος  όμως  του  Θεού  Χατζεφεντής  παρακαλούσε  το  Αφεντικό του, τον Θεό, και του έφερνε, όποτε ήθελε, χωρίς να περιμένη.
Ο  Συμεών  Καραούσογλου  θυμάται  το  παρακάτω  γεγονός:  Μία  Τζερκέζα  (Μουσουλμάνα)  είχε  παρακαλέσει  τον  Πρόδρομο  της  Κοπαλούς  να  της  φέρη  ένα  φυλαχτό από τον Χατζεφεντή, επειδή ήταν στείρα και ο άνδρας της ήταν έτοιμος να  την   Φωτογραφία: Ο Άγιος Αρσένιος επαναφέρει το Αγίασμα. Τοιχογραφία της Τραπέζης του Ησυχαστηρίου.  χωρίση  γι ’  αυτόν  τον  λόγο .  Ο  Πρόδρομος  την  λυπήθηκε, διότι ήταν και ορφανή και ολομόναχη, χωρίς κανέναν συγγενή· άφησε την  δουλειά του και ήρθε στο χωριό. Επειδή ήταν λίγο αργά, όταν έφθασε, δίσταζε ο ίδιος  να  πάη  στον  Πατέρα  Αρσένιο  και  είπε  σε  κάποιον  επίτροπο  να  πάη εκείνος.  Ο  επίτροπος  πήγε  και  πήρε  ένα  φυλαχτό,  δηλαδή  την  ευχή  που  θα  της  διάβαζε  γραμμένη. Επειδή δε ήξερε ότι η Τζερκέζα ήταν πλούσια – ο άνδρας της ήταν μεγάλος  κτηνοτρόφος –, νικήθηκε από την πλεονεξία και πήρε την ευχή του Πατρός Αρσενίου  που ήταν διπλωμένη και την τύλιξε με ένα δικό του σημείωμα, όπου έγραφε να στείλη  δέρματα, τυρί, κρέατα κ.λπ., δήθεν ότι τα ζήτησε οΧατζεφεντής. Το έδωσε μετά στον  Πρόδρομο της Κοπαλούς ο πλεονέκτης επίστροπος και εκείνος, χωρίς να ξέρη, πήγε  την άλλη μέρα και το έδωσε στην Τζερκέζα, με την οποία γειτόνευαν στα κτήματα.  Αυτή το ξετύλιξε και το μεν φυλαχτό το φόρεσε με ευλάβεια, το δε σημείωμα το πήρε  και  έστειλε  στον  επίτροπο  ό,τι  έγραφε,  διότι  θα  τα  πήγαινε  δήθεν  εκείνος  στον  Πατέρα Αρσένιο. Στον χρόνο η Τζερκέζα απέκτησε και έστελνε και στην συνέχεια  πολλά πράγματα στον επίτροπο, χωρίς να γνωρίζη ο Πατήρ.
Μετά από δύο χρόνια το έμαθε και κάλεσε τον επίτροπο εκείνον και του έκανε  παρατηρήσεις. Ο επίτροπος όμως , αντί να ζητήση συγχώρεση, δυστυχώς αρνιόταν.  Τότε ο Πατήρ Αρσένιος του είπε:  ‐ Καλύτερα είναι να εξοφλήσης σε τούτη την ζωή, παρά να κολασθής. Γι’ αυτό  από αυτή την στιγμή  να γεμίση το κορμί σου σπυριά και να σε τρώνε, όσον καιρό  έτρωγες και συ της Τζερκέζας τα τυριά και τα κρέατα.  Από εκείνη την στιγμή το κορμί του επιτρόπου γέμισε σπυριά και με φαγούρα  μεγάλη. Δεν μπόρεσε όμως ν ’ αντέξη την φαγούρα και πήγε στον Πατέρα Αρσένιο  και του ζήτησε συγχώρεση. Εκείνος τον συγχώρεσε, τον διάβασε και θεραπεύθηκε.
Ο  Παναγιώτης  του  Εντζαραπίδη,  όταν  ήταν  είκοσι  ετών ,  είχε  τρελλαθή  εξ  αιτίας μιας κοπέλας, που είχε ερωτευθή. Η τρέλλα του ήταν πολύ σοβαράς μορφής  και δεν μπορούσαν να τον δέσουν. Τελικά ο αδελφός του μαζί με άλλους, την ώρα που  κοιμόταν, τον έδεσαν και τον έφεραν στον Χατζεφεντή. Μόλις άνοιξε την πόρτα του  κελλιού του ο Πατήρ, για να ιδή ποιοι χτυπούν και τι θέλουν, ο τρελλός, παρόλο που  ήταν και δεμένος με αλυσίδες, όρμησε στον Πατέρα Αρσένιο να τον χτυπήση με τα  αλυσοδεμένα  του  χέρια.  Ο  Χατζεφεντής  είπε  εκείνη  την  στιγμή :  «Κύριε  Ιησού  Χριστέ!». Και πάλι είπε: «Κάτω σατανά». Ο τρελλός μαζεύθηκε αμέσως σαν κουβάρι.  Μετά πήρε το Ευαγγέλιο, τον διάβασε και έγινε αμέσως καλά. Ύστερα δημιούργησε  και οικογένεια.
(Αυτό το διηγούνται οι Φαρασιώτες από την περιοχή της Δράμας).
Η Οσία Καραμουρατίδου, όταν ήταν νεόνυμφη, φορούσε μια μανδήλα παρδαλή  Σμυρνιώτικη. Ο Πατήρ Αρσένιος επανειλημμένως της έκανε παρατηρήσεις  για νατην πετάξη και να φοράη και αυτή σεμνά, όπως όλες οι Φαρασιώτισσες, αλλά εκείνη  δεν άκουγε. Μία ημέρα, που την είδε πάλι να την φοράη, της είπε αυστηρά:  ‐ Φράγκικες αρρώστιες στα Φάρασα δεν θέλω. Εάν δεν συμμορφωθής , να το  ξέρης, τα παιδιά που θα γεννάς, αφού θα βαπτίζωνται, θα φεύγουν αγγελούδια και  συ δεν θα χαρής κανένα.  Δυστυχώς και πάλι δεν είχε συμμορφωθή , αλλά, μόνον όταν της έφυγαν δύο  αγγελούδια, τότε πέταξε την παρδαλή μανδήλα και πήγε στον Πατέρα Αρσένιο και  ζήτησε συγχώρεση. Ο Πατήρ, αφού την συγχώρεσε, της είπε:  ‐ Πήγαινε τώρα στην ευχή του Χριστού και το πρώτο παιδί που θα γεννήσης θα  είναι αγόρι και θα το ονομάσουμε Αρσένιο· το δεύτερο μετά θα είναι κόρη και θα το  ονομάσουμε Ειρήνη.  Όπως και έγινε.
Η Στέλλα Κογλανίδου διηγείται ότι είχαν φέρει στο πατρικό της σπίτι, στα  Φάρασα, έναν βουβό Τούρκο ηλικίας τριάντα ετών, και ο πατέρας της τον πήρε και  τον  πήγε  στον  Πατέρα  Αρσένιο,  για  να  τον  διαβάση  και  να  γίνη  καλά .  Ενώ  ο  Χατζεφεντής του διάβαζε το Ευαγγέλιο, πριν ακόμη τελειώση, ο βουβός άρχισε να  μιλάη. Στην συνέχεια τον πήγε πάλι στο σπίτι του και ο βουβός μιλούσε. Δηλαδή τον  φιλοξένησε και θεραπευμένο , και την άλλη μέρα τον πήραν οι συγγενείς του και  έφυγαν.
Η Σωτηρία Χριστοφορίδου διηγήθηκε ότι μια Τουρκάλα τυφλή , ονόματι  Μεριάμα, την είχαν φέρει στον Πατέρα Αρσένιο , ο οποίος την διάβασε και ήρθε το  φως της.
Κάποτε πήγαν τρεις Τούρκοι να ληστέψουν τον Χατζεφεντή . Επειδή άκουγαν  ότι τρέχει πολύς κόσμος στον Πατέρα Αρσένιο, νόμιζαν ότι θα έχη πολλά χρήματα,  ενώ ο Πατήρ χρήματα ούτε έπιανε στα χέρια του. Οι ληστές λοιπόν πήγαν ημέρα  Τετάρτη, για να τον βρουν σίγουρα στο κελλί του, επειδή είχαν υπ’ όψιν τους ότι την  Τετάρτη και την Παρασκευή έμενε έγκλειστος στο κελλί του. Οι μεν δύο κλέφτες  κάθησαν απ’ έξω, ο δε τρίτος, αφού μπήκε από το παράθυρο, άνοιξε την πόρτα του  κελλιού του και πέρασε το ένα πόδι μέσα. Ο Πατήρ Αρσένιος εκείνη την ώρα διάβαζε  την νυκτερινή του ακολουθία και, όταν άκουσε θόρυβο , έρριξε μια ματιά προς την  πόρτα, την στιγμή ακριβώς που περνούσε το ένα του πόδι ο ληστής μέσα στο κελλί  του. Εκείνη η ματιά όμως του Πατρός Αρσενίου, λες και ήταν δυνατό ηλεκτρικό ρεύμα,  τον κοκκάλωσε, όπως βρισκότα, με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο απ ’ έξω και  οπλισμένο με τα μαχαίρια και τα φυσεκλίκια του. Ο Πατήρ , μετά την ματιά εκείνη,  συνέχισε την ακολουθία του ατάραχος.
Οι άλλοι δύο όμως ληστές που ήταν απ’ έξω ανησυχούσαν, γιατί άργησε και θα  τους έπαιρνε η ημέρα, και μπήκαν και αυτοί. Όταν είδαν τον σύντροφο τους ακίνητο  με το ένα πόδι μέσα στο κελλί και το  άλλο απ’ έξω , στον μικρό διάδρομο, τους  έπιασε τρόπος. Παρακάλεσαν τότε τον Πατέρα Αρσένιο να τους συγχωρέση και να  λύση τον σύντροφο τους από εκείνο το αόρατο δέσιμο. Ο Πατήρ, χωρίς να διακόψη την  ακολουθία του, έκανε νόημα να φύγη , και έτσι μπόρεσε να λυθή , και έφυγαν . Οι Τούρκοι αυτοί μετά το ομολογούσαν και στους άλλους Τούρκους αυτό που έπαθαν και  έλεγαν: «Αμάν, αμάν· μην πάτε να ληστέψετε τον Χατζεφεντή!».  (Αυτό το ανέφεραν οι Φαρασιώτες από την Θεσσαλονίκη).
Ο Συμεών Καραούσογλου διηγήθηκε ότι ο Ιωάννης Καραούσογλου είχε ένα  χωράφι πέρα από την Άη‐Γεώργη. Μία ημέρα που είχε πάει σ’ αυτό το χωράφι του ,  βρήκε έναν τοίχο από την μάνδρα γκρεμισμένο και ένα ανθρώπιμο πτώμα που είχε  ξεπαραχωθή, το οποίο ήταν στην άκρη του τοίχου θαμμένο. Το πτώμα αυτού του  ανθρώπου ήταν άλειωτο και φαινόταν να ήταν θαμμένο από πολλά χρόνια, διότι η  ενδυμασία  του  έδειχνε  παλαιάς  εποχής.  Πήγε  στον  Χατζεφεντή  ο  Ιωάννης  τρομαγμένος και το ανέφερε, ο οποίος ξεκίνησε αμέσως και τον ακολούθησαν και  άλλοι Φαρασιώτες. Μόλις ο Πατήρ πλησίασε και είδε τον άλειωτο, είπε στα παιδιά να  ανοίξουν έναν τάφο και αυτός διάβαζε τον άλειωτο νεκρό. Όταν ετοίμασαν τον τάφο,  τον  έθαψαν  ξανά  και  έφυγαν.  Στον  δρόμο  που  έφευγαν,  τους  έλεγε  ο  Πατήρ  Αρσένιος: «Μην ανησυχήτε, μετά από τρεις ημέρες θα ιδήτε ότι θα  [//98] λειώση».  Πράγματι, όταν πήγαν μετά από τρεις ημέρες, τα χώματα είχαν κατεβή μέχρι κάτω,  και φαινόταν λάκκος ο τάφος, διότι είχαν λειώσει όλες οι σάρκες του και είχαν μείνει  μόνον τα κόκκαλα του.
Ο Μωυσής Κογλανίδης διηγήθηκε ότι ένας Τούρκος από το χωριό Αχγιαβούδες  είχε  ληστέψει  την  Εκκλησία  και,  εκτός  από  τα  άλλα  Ιερά  Σκεύη  που  πήρε ,  είχε  ξεγυμνώσει ακόμη και τα ασήμια από τα εξώφυλλα των Ευαγγελίων και μετά τα  πέταξε  κάτω.  Τα  Φάρασα  είχαν  αναστατωθή .  Όταν  είδαν  και  τα  Ευαγγέλια  πεταγμένα, μου έλεγε ο Πρόδρομος, όλοι προσπαθούσαν να βρουν τον ασεβή αυτόν  Τούρκο. Ο Πατήρ Αρσένιος όμως δεν αγωνιούσε καθόλου και είπε στους άλλους να  μην ανησυχούν, διότι θα έρθη μόνος του ο ληστής και θα σβαρνίζη τα πόδια του. μετά  από λίγες ημέρες φέρνουν τον ληστή στον Χατζεφεντή να τον διαβάση να θεραπευθή,  διότι, εκτός που είχε δαιμονισθή, έπαθε και παράλυση από την μέση και κάτω και τα  πόδια του τα σβάρνιζε. Είχαν επιστρέψει δε και τα Ιερά Σκεύη που είχε κλέψει και στο  εξής ούτε μπορούσε πια να κλέψη.
Ο  Πατήρ  Αρσένιος  όμως  τότε  δεν  τον  θεράπευσε ,  αλλά  τον  άφησε  ένα  διάστημα, όπως ήταν , για να παραδειγματισθούν οι Τούρκοι και να σέβωνται τις  Εκκλησίες μας. Πράγματι, είχαν τρομοκρατηθή γύρω όλοι οι Τούρκοι. Φεύγοντας δε  με την Ανταλλαγή, θυμάται ο Βασίλειος Καρόπουλος ότι, όταν ο Πατήρ Αρσένιος  περνούσε  από  τις    Αχγιαβούδες ,  τότε  τον  διάβασε  τον  ληστή  αυτόν  και  τον  θεράπευσε από το δαιμόνιο και την παράλυση.
Ο Πρόδρομος Εζνεπίδης διηγήθηκε πως μια φορά είχαν έρθει πολλοί Τούρκοι  (Τσέτες) στο χωριό (Φάρασα) και έτυχε εκείνος να είναι άρρωστος στο κρεββάτι και να  σπαρταράη  σαν  το  ψάρι  από  δυνατό  ρίγος.  Όταν  τον  ειδοποίησαν,  βρέθηκε  σε  δύσκολη θέση σαν Πρόεδρος, γιατί έφερνε την ευθύνη του χωριού, και είπε σ’ αυτούς  που ήταν γύρω του να τον πιάσουν, όπως ήταν , και να τον πάνε στον Χατζεφεντή.  Όπως και έκαναν. Ο Χατζεφεντής , όταν τον είδε σ’ αυτή την κατάσταση και έμαθε  που είχαν έρθει Τσέτες, ούτε και την φυλλάδα του πήρε να τον διαβάση, αλλά, χωρίς να  χασομερήση  καθόλου,  πήρε  ένα  τσεραστούπι  (κανδηλοκέρι),  το  ευλόγησε,  το  τύλιξε στο δεξί του χέρι και του είπε: «Πήγαινε, παλληκάρι, στην ευχή του Χριστού και  διώξε τους Τούρκους να μην μπουν στο χωριό μας». Αμέσως έγινε καλά με την ευχή  του, συγκέντρωσε τα παλληκάρια του χωριού και τους έδιωξε, χωρίς να έχουν ούτε  τραυματία.
Επίσης διηγήθηκε ο ίδιος ότι μια άλλη φορά είχαν πάει πάλι πολλοί Τούρκοι  (Τσέτες),  για  να  πατήσουν  τα  Φάρασα .  Στο  χωριό  οι  άνδρες  έλειπαν ,  άλλοι  στα  μακρινά κτήματα και άλλοι στα ταξίδια.
Αναγκάσθηκε τότε να μαζέψη τα μικρά παιδιά, μόνο για να δείξουν στόχο  γύρω από το Κάστρο ότι είναι πολλοί , και μετά τα έδιωξε , για να κρυφθούν.  Φωτογραφία: Το κάστρο του Γαλά στα Φάρασα.  Μερικοί γέροι που ήταν, και αυτοί  σκόρπισαν, και τελικά έμεινε μόνος του με την απόφαση να σκοτωθή καλύτερα παρά  να ιδή τους Τσέτες στο χωριό . Είχαν τελειώσει όμως οι σφαίρες του και μετά τον  έπιασαν ζωντανό οι Τούρκοι. Αφού τον έδεσαν γερά, τον πήγαν στο σπίτι και τον  ανέβασαν  στο  δώμα  (ταράτσα),  όπου  είχαν  στήσει  την  κρεμάλα  του .  Εκεί  τον  βασάνιζαν, για να τους δώση ό,τι είχε, και μετά να τον τελειώσουν. Εκείνη την στιγμή  που τον βασάνιζαν, δεν ξέρει πώς του ήρθε, είπε στους Τούρκους: «Ό,τι έχω, τα έχω  στον Χατζεφεντή».
Οι Τούρκοι δεν χασομερούν και τον πηγαίνουν στον Πατέρα Αρσένιο. Όταν  άνοιξε την πόρτα του ο Πατήρ και είδε αυτή την σκηνή, πολύ πληγώθηκε και μάλωσε  τους Τούρκους, που τον είχαν δεμένο, για να τον ελευθερώσουν γρήγορα, και μάλιστα  τους είπε και «παλιότουρκους». Ο αρχηγός τους θύμωσε και τράβηξε το χατζάρι του,  για να κόψη τον Χατζεφεντή. Ο Χατζεφεντής τότε λέγει στον Τούρκο Καπετάνιο:  ‐ Γρήγορα κατέβασε το χέρι σου κάτω ξερό.
Ω, του θαύματος! Το χέρι του Τούρκου κατέβηκε ξερό κάτω αγκυλωμένο και το  χατζάρι  του  έπεσε  καταγής.  Όταν  είδαν  αυτό  οι  άλλοι  Τούρκοι  της  συμμορίας,  άρχισαν να τρέμουν από φόβο και ο αρχηγός με κλάματα να παρακαλή να του κάνη  καλά το χέρι του. Ο Πατήρ Αρσένιος τότε του σταύρωσε το χέρι του και το θεράπευσε.  Και αφού έλυσαν και τον Πρόεδρο, τους μάλωσε , για να μην ξαναπατήσουν στο  χωριό. Πράγματι, από εκείνη την συμμορία δεν είχε ξαναπατήσει κανείς στα Φάρασα.
Ο  Ανέστης  Καραούσογλου  διηγήθηκε  ότι  κάποτε  είχαν  πάει  στον  Χατζεφεντή  μία  βουβή  Τουρκάλα  από  τις  Αιντινούδες,  που  η  γλώσσα  της  είχε  τραβηχθή μέσα από την μεγάλη της στενοχώρια και τα κλάματα και τους λυγμούς  που  έκανε,  διότι  της  είχαν  κλέψει  άγνωστοι  την  κόρη  της  και  δεν  ήξερε  αν την  κακοποίησαν μόνον ή την σκότωσαν.
Την βουβή αυτή μητέρα την είχαν στο σπίτι του Χεκίμη, που ήταν κοντά στο  σπίτι του Χατζεφεντή, και εκεί τον κάλεσαν να πάη να την διαβάση . Πήγε αμέσως  τότε και την διάβασε και η βουβή άρχισε να μιλάη, όπως πριν.
Ο ίδιος διηγήθηκε ότι από τα Άδανα ένας μεγάλος εργοστασιάρχης, ονόματι  Κοσμάς Συμεωνίδης, είχε την γυναίκα του στείρα και έστειλε στον Χατζεφεντή ένα  φόρεμα της, για να το διαβάση, ο οποίος το διάβασε και της το έστειλε και, αφού το  φόρεσε η γυναίκα του, στον χρόνο απέκτησε.
Ο  Στέφανος  Ζαχαρόπουλος  διηγήθηκε  ότι  άλλη  μια  φορά  πήγαν  πάλι  να  ληστέψουν τον Χατζεφεντή τέσσερις Κούρτοι (Τούρκοι άγριας φυλής). Ο Πατήρ εκείνη  την ώρα καθόταν στο δέρμα και διάβαζε (έκανε ανάγνωση). Είδε τους κλέφτες που  άνοιξαν την πόρτα του, αλλά δεν τους μίλησε καθόλου . Εκείνοι μπήκαν μέσα στο  κελλί του και έψαχναν δεξιά και αριστερά· νόμιζαν ότι θα βρουν λίρες. Ο Πατήρ  Αρσένιος εξακολούθησε την μελέτη του, χωρίς να τους μιλήση . Αφού τελικά δεν  βρήκαν  τίποτε οι κλέφτες, πήγαν να φύγουν , και ο ένας Κούρτης πήρε τα δύο  σκεπάσματα που είχε ο Πατήρ διπλωμένα σε μια άκρη. (Αυτή ήταν όλη και όλη η  περιουσία του). Τί έπαθαν όμως; Ενώ ήθελαν να φύγουν, δεν μπορούσαν να βρουν  την πόρτα, για να βγουν, σαν να είχαν τυφλωθή. Γύριζαν γύρω‐γύρω μέσα στο κελλί  του και την πόρτα δεν την έβλεπαν. Επειδή τον ενοχλούσαν τον Πατέρα Αρσένιο στην  μελέτη του, τους έδειχνε την πόρτα, για να βγουν , αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να  την ιδούν και συνέχεια γύριζαν γύρω‐γύρω. Τότε σηκώνεται ο Πατήρ, πιάνει τον έναν  Κούρτη και του λέγει:  ‐ Να η πόρτα που βγαίνουν οι κλέφτες και πηγαίνουν στην κόλαση!  Τότε μόνον μπόρεσαν να φύγουν και μετανόησαν και ζήτησαν και συγχώρεση  οι ληστές. Ο Πατήρ τους συγχώρεσε και έφυγαν . Μετά το ομολογούσαν αυτό που  έπαθαν και στους άλλους Κούρτες: «Αμάν, αμάν ! Στον Χατζεφεντή μην πάτε να  κλέψετε, γιατί, και να μπήτε στο κελλί του, μετά την πόρτα δεν θα μπορήτε να την  βρήτε, για να φύγετε».
Ο Σολομών Κοσκερίδης διηγήθηκε ότι είχαν πάει μία παράλυτη Τουρκάλα στον  Χατζεφεντή μέσα σε μια μπατανία, την οποία διάβασε και έγινε αμέσως καλά.
Ο  Ιωάννης  Κυρκαλάς  διηγήθηκε  ότι  μια  φορά  είχαν  πάει  πολλοί  Τούρκοι  (Τσέτες) στα Φάρασα και, αφού έπιασαν κρυφά δώδεκα πλουσίους  του χωριού,  ειδοποίησαν τις οικογένειες τους: Ή θα τους πάνε πεντακόσιες χρυσές λίρες ή θα τους  κόψουν. Επίσης εμήνυσαν και το εξής στους Φαρασιώτες: Η παραμικρή τους κίνηση  για να τους χτυπήσουν, θα είναι εις βάρος των κρατουμένων, διότι πρώτα θα κόψουν  αυτούς και μετά θα αρχίσουν την μάχη.
Όλα τα Φάρασα είχαν αναστατωθή τότε και άλλοι έτρεξαν να συγκρατήσουν  τα παλληκάρια του χωριού, για να μην κάνουν καμμιά τρέλλα και τους χτυπήσουν,  και άλλα γυναικόπαιδα έτρεξαν στον Χατζεφεντή, που ήταν η μόνη τους ελπίδα,  γιατί  οι  Τούρκοι  ήταν  πολλοί  και  οχυρωμένοι  –  λέγουν  γύρω  στους  τριακόσιους  ογδόντα.
Ο Πατήρ Αρσένιος, μόλις το μαθαίνει, πηγαίνει στην Εκκλησία και λέγει στους  επιτρόπους να του δώσουν όλα τα χρήματα που είχε το παγκάρι, τα οποία ήταν γύρω  στις πενήντα λίρες. Τα παίρνει λοιπόν ο Πατήρ μαζί του και με δυο γέρους ανεβαίνει  στο λημέρι των Τσετών και ζητάει τον Καπετάνιο τους , ο οποίος ήρθε χαρούμενος ,  γιατί νόμιζε ότι έφεραν τις πεντακόσιες λίρες. Μόλις είδε τον Καπετάνιο τους ο Πατήρ  Αρσένιος, άρχισε να τον μαλώνη με τα εξής λόγια:
‐ Δεν φοβάσαι τον Θεό; Δεν ντρέπεσαι καθόλου; Από πού θα τις βρουν τις  πεντακόσιες λίρες οι φτωχοί αυτοί άνθρωποι και λέτε ότι θα τους κόψετε, εάν δεν σας  τις δώσουν;  Παίρνει μετά την σακκούλα με τα χρήματα της Εκκλησίας (τα ψιλά), τα πετάει  και τους λέγει:  ‐  Πάρτε  αυτά  για  τον  κόπο  που  κάνατε  και  φέρτε   γρήγορα  τους  ανθρώπους μου, γιατί αλλιώς θα σας κόψω εγώ πέτρες επί τόπου όλους σας.  Με τα λόγια αυτά που τους είπε: «Θα σας κόψω πέτρες», όλοι οι Τούρκοι είχαν  μείνει στον τόπο τους ακίνητοι σαν αγάλματα . Μετά από λίγο, ενώ έμεναν έτσι  μαρμαρωμένοι, τους λέγει ξανά ο Πατήρ:  ‐ Γρήγορα, φέρτε τους ανθρώπους μου και φύγετε.  Τότε  μόνον  μπόρεσαν  να  ελευθερωθούν  από  εκείνο  το  αόρατο  δέσιμο  που  ένιωθαν  και  έλυσαν  τους  δώδεκα  κρατουμένους  Φαρασιώτες  και  έφυγαν  κατατρομαγμένοι  από  εκείνο  το  μαρμάρωμα  που  έπαθαν,  χωρίς  να  σκύψουν  να  πάρουν ούτε τις πενήντα λίρες, που ήταν στην γη σκορπισμένες. Ο Πατήρ Αρσένιος  είπε στους κρατουμένους: «Μάστε τα χρήματα της Εκκλησίας και πάμε να φύγουμε»,  και γύρισαν μετά στο χωριό χαρούμενοι.
Ο Κυριάκος Σεφερίδης, ο Αναγνώστης του Πατρός Αρσενίου , διηγήθηκε ότι  είχαν φέρει μια φορά μία δαιμονισμένη Τουρκάλα από τους Τελέληδες αλυσοδεμένη,  με φοβερό δαιμόνιο, που την έλεγαν Τετέβη, την οποία διάβασε ο Χατζεφεντής με το  Ευαγγέλιο και έδιωξε τον δαίμονα από την γυναίκα και έγινε αμέσως καλά.
Ο  ίδιος  διηγήθηκε  ότι  είχαν  φέρει  στα  Φάρασα  μια  άλλη  φορά  έναν  δαιμονισμένο  από  το  Σίσι,  υιόν  αξιωματικού  Τούρκου.  Μόλις  ο  Χατζεφεντής  του  διάβασε το Ευαγγέλιο, έγινε καλά και  καθόταν σαν αρνί ήσυχος, ενώ πριν έσχιζε  τα ρούχα και το πρόσωπο του με τα νύχια του.
Είχαν  ληστέψει  μια  φορά  πάλι  οι  Τούρκοι  Ιερά  Σκεύη  της  Εκκλησίας.  Οι  Φαρασιώτες ανησυχούσαν και προσπαθούσαν να βρουν τους κλέφτες. Ο Χατζεφεντής  όμως ατάραχος τους λέγει: «Μην ανησυχήτε· θα δήτε τον Άη‐Γιώργη να τα φέρνη  ξωπίσω». Όταν οι ληστές έφθασαν στο Κοζάν‐Ταγή, ενώ ήταν μέρα και ο ουρανός  καθαρός, έπεσε απότομα μια παράξενη μαυρίλα μπροστά τους, που ήταν αδύνατο να  προχωρήσουν, ούτε και τον ποταμό Φεραχτίν ήταν δυνατόν να περάσουν, που είχαν  μπροστά τους. (Την παράξενη αυτή μαυρίλα την είδε και ο Αντώνιος Σταυρίδης από  το Ζίλε της Καππαδοκίας). Κατάλαβαν τότε οι ληστές ότι ήταν από τον Θεό αυτό το  παράξενο  φαινόμενο,  και  γύρισαν  προς  τα  Φάρασα , για να  επιστρέψουν  τα Ιερά  Σκεύη. Όταν όμως προχώρησαν λίγο τον δρόμο προς τα Φάρασα και η μαυρίλα είχε  φύγει, το θεώρησαν για τυχαίο γεγονός και γύρισαν ξανά με τα φορτωμένα ζώα για  το χωριό τους (για του Κοζάν‐Ταγή την κατεύθυνση). Με το γύρισμα όμως για το  χωριό τους ένιωσαν κάποιον να τους δέρνη αοράτως και να τους φέρνη έτσι καταπόδι  μέχρι τα Φάρασα. Έφθασαν με τα κλεμμένα Ιερά Σκεύη στα Φάρασα και φώναζαν  τους Φαρασιώτες οι κλέφτες να τα ξεφορτώσουν γρήγορα, γιατί αυτοί με τα χέρια  τους προστάτευαν τα κεφάλια τους από τις ξυλιές που ένιωθαν αοράτως να τρώνε.
Ο  Ανέστης  Καραούσογλου  διηγήθηκε  ότι,  όταν  έγινε  η  σφαγή  των  Αρμενίων από τους Τούρκους, είχαν έρθει στα Φάρασα γύρω στα τριακόσια άτομα, με  σκοπό να λεηλατήσουν και να σφάξουν. Ο Χατζεφεντής μάζεψε τα γυναικόπαιδα και  πήγε  στην  Παναγία  (σο  Κάντσι)  και  έκανε  προσευχή ,  και  οι  άγριοι  Τούρκοι  δεν  μπόρεσαν  να  μπουν  στο  χωριό,  διότι  δεν  τους  άφησε  ο  Άγιος  Χρυσόστομος .  Παρουσιάσθηκε ο Άγιος επάνω στην γέφυρα που έπρεπε να περάσουν και τέντωσε τα  χέρια του και τους εμπόδισε. (Πάνω από την χαράδρα του ποταμού υπήρχε Εκκλησάκι  του Αγίου). Οι Τούρκοι τρόμαξαν και έφυγαν, όταν είδαν τον Άγιο να τους διώχνη,  χωρίς να αφήση να περάσουν την γέφυρα του Ζεμαντή ποταμού.  Ο Καπετάνιος της συμμορίας, όταν είδε τον Άγιο να τους εμποδίζη, είπε: «Πάμε  να φύγουμε γρήγορα, γιατί ο Άγιος Χρυσόστομος δεν μας αφήνει να περάσουμ».
Όταν ο Πατήρ Αρσένιος είχε πάει για πέμπτη φορά στους Αγίους Τόπους, μια  γυναίκα, ονόματι Σοφία , μπήκε μέσα στο κελλί του από το παράθυρο , όχι για να  κλέψη, αλλά για να τον εκδικηθή, επειδή της είχε κάνει αυστηρές παρατηρήσεις για  κάτι αταξίες που έκανε στην ζωή της . Ο μεν άνδρας της , που ήταν κοντά της , είχε  καθήσει απ’ έξω , η δε Σοφία μπήκε μέσα και δεν άφησε τίποτε όρθιο, αλλά όλα τα  πέταξε κάτω, και Σταυρούς και Ευαγγέλια, που είχε μέσα στο κελλί του . Μάλιστα  λένε ότι είχε κοπρίσει  επάνω στο δέρμα που γονάτιζε και προσευχόταν ο Πατήρ,  κάτω από το εικονοστάσι του.
Όταν λοιπόν ήρθε ο Πατήρ Αρσένιος από το προσκύνημα του και είδε αυτά,  πολύ λυπήθηκε γι’ αυτήν την ψυχή και την καλούσε επανειλημμένως να πάη να τον  ιδή, αλλά εκείνη καμμιά σημασία δεν έδινε. Τελικά πήγε ο Πρόεδρος και την πήρε και  την παρουσίασες στον Χατζεφεντή, ο οποίος, όταν την είδε, της είπε:  ‐ Τί ήταν αυτό που έκανες; Ούτε ένας Τούρκος ασεβής δεν θα το έκανε αυτό, να  πετάξη Ευαγγέλια και Σταυρούς κάτω.  Η Σοφία όμως δυστυχώς, αντί να μετανοήση και να ζητήση συγχώρεση, έβγαλε  μια γλώσσα και τον έβρισε με αναίδεια τον Πατέρα Αρσένιο. Τότε της είπε ο Πατήρ:  ‐ Τέτοιο μυαλό που έχεις, παιδί μου, καλύτερα να μην το έχης, γιατί θα σε πάη  στην κόλαση· γι’ αυτό θα παρακαλέσω τον Χριστό να σου το πάρη, για να κριθής  τουλάχιστον σαν τρελλή, και να σωθή η ψυχή σου μ’ αυτόν τον τρόπο.
Πράγματι, από εκείνη την στιγμή της είχε αφαιρεθή το μυαλό της Σοφίας και,  από θηρίο που ήταν, έγινε σαν μωρό , άκακο παιδάκι, και όλο χαμογελούσε αθώα .  Έζησε αρκετά χρόνια και εδώ στην Ελλάδα.
Αυτό είναι γνωστό σ ’ όλους τους Φαρασιώτες μόνον που μερικοί τον έχουν  παρεξηγήσει τον Πατέρα Αρσένιο, γιατί νόμιζαν ότι την είχε καταρασθή. Αλλά, όπως  μου το διηγήθηκε ο Πρόεδρος και άλλοι, και όπως ο ίδιος βλέπω , όχι μόνο δεν την  καταράσθηκε,  αλλά με αυτόν τον τρόπο την ευλόγησε και της εξασφάλισε τον  Παράδεισο,  γιατί  εκεί  μόνον  πρόβατα  θα  μπουν  και  όχι  αγριοκάτσικα.  Αυτή  την  γνώμη είχαν και οι σοβαροί Φαρασιώτες, ότι την έσωσε με αυτόν τον τρόπο την Σοφία  ο Χατζεφεντής.
Η Αμαλία Ελευθεριάδου (παρόλο που έγινε και Ιεχωβίτισσα τώρα) διηγήθηκε  ότι,  όταν  ήταν  οκτώ  ετών ,  θυμάται  που  πήγαινε  στον  μύλο  και  είχε  ιδεί  οκτώ  ανθρώπους να φέρνουν την γυναίκα του Αγαδόκκου από το χωριό Τελέληδες στον  Χατζεφεντή, διότι η γυναίκα είχε δαιμονισθή. Αφού την διάβασε ο Πατήρ Αρσένιος,  έφυγε το δαιμόνιο και έγινε καλά σαν αρνί η γυναίκα. Ο πατέρας της δαιμονισμένης  από την χαρά του έλεγε στον Χατζεφεντή:  ‐ Πάρε όλη την περιουσία μου, μια που έκανες καλά το παιδί μου.  Ο Χατζεφεντής του είπε:  ‐ Η πίστη μας δεν πουλιέται. Η περιουσία σου να είναι δική σου. Εάν μόνος σου  θέλης να κάνης κανένα καλό, χτίσε καμμιά γέφυρα· ή να φέρης νερό εκεί που δεν  έχουν και υποφέρουν.  Ο Αγαδόκκος μετά, ο άνδρας της, έκτισε μια ασβεστόκτιστη γέφυρα.
Είχαν φέρει στον Χατζεφεντή μια φορά έναν Τούρκο, διηγήθηκε ο Βασίλειος  Καρόπουλος, που είχε στραβώσει το κεφάλι του στο δεξιό του μέρος και είχε μείνει  ακίνητο. Ο Τούρκος αυτός ήταν λήσταρχος και πολύ αιμοβόρος και του συνέβη αυτό,   φαίνεται , κατά παραχώρησιν Θεού, γιατί έτσι μόνο σταμάτησε τις κλεψιές του  και τα εγκλήματα που έκανε . Είχε γυρίσει προηγουμένως σε πολλούς γιατρούς, για  να θεραπευθή, αλλά γιατρειά δεν βρήκε. Ήρθε μετά και στον Χατζεφεντή και, αφού  τον  διάβασε,  επανήλθε  το  κεφάλι  του  στην  θέση  του .  Και  μετά  του  έκανε  και  αυστηρές παρατηρήσεις για την όχι καλή ζωή του και του έδωσε και κανόνα, καθώς  και σ’ όλη του την οικογένεια, γιατί ήταν όλοι θηρία και όχι άνθρωποι.
Ο  ίδιος  διηγήθηκε  ότι  είχαν  φέρει  μια  φορά  στον  Χατζεφεντή  μια  λεπρή  γυναίκα από το χωριό Τελέληδες, ονόματι Αντζά . Ο Χατζεφεντής της διάβασε το  Ευαγγέλιο και θεραπεύθηκε η λεπρή αμέσως.
Ο Γαβριήλ Κορτσινόγλου – ο δεύτερος Αναγνώστης του Πατρός Αρσενίου – είχε  διηγηθή το εξής: «Είχαμε πάει μια φορά στον Άγιο Χρυσόστομο με τον Χατζεφεντή  και με τον θείο μου Πρόδρομο για Θεία Λειτουργία. Ενώ ο Χατζηφεντής ετοιμαζόταν  (φορούσε τα Ιερά του), εγώ πήγα στο Αγίασμα να πάρω νερό για την Θεία Λειτουργία.  Μόλις έφθασα στο Αγίασμα, εκείνη την στιγμή το νερό τραβιόταν μέσα, και έτρεξα  στον Χατζεφεντή, ο οποίος ήρθε αμέσως με την φυλλάδα στην μασχάλη του, ενώ με  τα χέρια τύλιγε τα κορδόνια από τα επιμάνικα στον δρόμο που περπατούσε. Μόλις  διάβασε στο μάτι το βράχου, το νερό άρχισε να βροντάη και να έρχεται. Γέμισα μετά  και πήγαμε για την Θεία Λειτουργία».
Η Αμαλία Ελευθεριάδου (Ιεχωβίτισσα τώρα) διηγείται πως ο Χατζεφεντής  έλεγε από πριν ότι θα πάμε στην Ελλάδα και ότι αυτός θα ζήση μόνο σαράντα ημέρες  εκεί. Κάποιος Φαρασιώτης, όταν τον άκουσε τον Χατζεφεντή, του είπε:  ‐ Τι είσαι συ που τα ξέρεις αυτά; Θεός;  Ο Χατζεφεντής τότε απάντησε:  ‐ Είμαι πιστός δούλος του Θεού και το ξέρω.
Ο  Συμεών  Καραούσογλου  διηγήθηκε  ότι  κάποτε  πήγε  στα  Φάρασα  ένας  λήσταρχος Τούρκος και μπήκε μέσα στον Ναό την ημέρα της Αναστάσεως, ενώ είχε  αρχίσει η Θεία Λειτουργία. Ο Χατζεφεντής, μόλις τον είδε αρματωμένο και με τέτοια  αναίδεια,  τον  ειδοποίησε  να  φύγη  έξω  γρήγορα.  Ο  λήσταρχος  όμως  δεν  έδωσε  καθόλου  σημασία,  όπως  και  ο  Πατήρ  δεν  του  είπε  τίποτε  πια,  παρά  συνέχισε  ατάραχος την Θεία Λειτουργία. Όταν όμως βγήκε στα Άγια, στην Μεγάλη Είσοδο, ο  Τούρκος άρχισε να τρέμη επί τόπου, χωρίς να μπορή να φύγη έξω, διότι ένιωθε τον  εαυτό  του  δεμένο  με  ένα  αόρατο  δέσιμο.  Το  έπαθε  αυτό,  όταν  είδε  τον  Πατέρα  Αρσένιο στα Άγια, να μην πατάη στην γη, αλλά να περπατάη στον αέρα. Αφού  λοιπόν μπήκε με τα Άγια στο Ιερό, μετά έκανε ο Πατήρ στον Τούρκου νόημα να φύγη  και  τότε  ένιωσε  τον  εαυτό  του  λυμένο  ο  Τούρκος  και  βγήκε  έξω  από  τον  Ναό  τρέμοντας και έπεσε σε μια άκρη σαν νεκρός στη γη.
Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία και ο κόσμος όλος σκόρπισε στα σπίτια τους,  ένας επίτροπος  τον είδε τον λήσταρχο κάτω πεσμένο σε μια άκρη και είπε στον  Χατζεφεντή:  ‐ Να έχω την ευχή σου , εκείνος ο Τούρκος είναι πεσμένος κάτω στην γη σαν  πεθαμένος.  Ο Πατήρ του είπε:  ‐ Καλά.  Όταν τελείωσε και αυτός από το Ιερό και έφευγε, πήγε και τον σήκωσε επάνω,  και  έτσι  μπόρεσε  να  στηριχθή  στα  πόδια  του .  Αφού  του  έκανε  αυστηρές  παρατηρήσεις, είπε στον επίτροπο:  ‐ Δωσ’ του πέντε γρόσια, μια που είναι Πάσχα σήμερα.  Έφυγε  μετά  θεραπευμένος  και  κατατρομαγμένος  και  μάζεψε  όλους  τους  Τούρκους (Τσέτες) που είχαν κυκλωμένο το χωριό, και έφυγαν όλοι φοβισμένοι.
Ο  Πατήρ  Αρσένιος  είχε  πάει  πολλές  φορές  για  προσκύνημα  στους  Αγίους  Τόπους. Έχουμε γνωστές μόνον τις πέντε φορές. Την τρίτη φορά που πήγε , συνέβη  ένα γεγονός στον Ναό της Αναστάσεως και το είχαν διαδώσει οι συμπροσκυνητές του  Πατρός στα Φάρασα (οι Χατζήδες Φαρασιώτες). «Την ώρα της Θείας Λειτουργίας στα  Άγια, ενώ λειτουργούσε και ο Χατζεφεντής με πολλούς παπάδες και δεσποτάδες, είχε  λάμψει  το  πρόσωπο  του  Χατζεφεντή  και  μας  ρωτούσαν –  έλεγαν  οι  Χατζήδες  Φαρασιώτες – οι άλλοι παπάδες να τους πούμε για την ζωή που κάνει ο Χατζεφεντής  μας».
Το γεγονός αυτό το είχα ακούσει από τον γερο‐Πρόδρομο και άλλους  γέρους Φαρασιώτες στην Κόνιτσα, αλλά δεν είχα ενδιαφερθή για μακρινά γεγονότα,  ενώ  είχαν  γίνει  τόσα  πολλά  στα  Φάρασα.  Το 1971,  τυχαίως  επάνω  σε  συζήτηση ,  άκουσα  το  γεγονός  αυτό  από  τον  Γέροντα  Ιωσήφ  Νεοσκητιώτη , ο οποίος  το είχε  αναγνώσει  στο  βιβλίο  του  πατρός  Ιωακείμ  Σπετσιέρη  «Περί  Θείας  Μεταλήψεως»,  όπου  αναφέρει  ότι  ήταν  και  εκείνος  συλλειτουργός.  Όταν  διάβασα  ο  ίδιος  το  αντίγραφο  του  βιβλίου,  προσπάθησα  να  μάθω  εάν  ζουν  παιδιά  εκείνων  των  Χατζήδων,  που  ήταν  μαζί  με  τον  Πατέρα  Αρσένιο  σ ’  αυτό  το  προσκύνημα .
Έτσι  υπολόγισα από το τυπικό που είχε ο Πατέρας Αρσένιος να πηγαίνη κάθε δέκα χρόνια στους Αγίους Τόπους και, επειδή για πρώτη φορά πήγε μετά την χειροτονία του εις  Ιερέα (το 1870 περίπου), ότι αυτή πρέπει να ήταν η τρίτη φορά, δηλαδή γύρω στα 1890,  όταν είχε συμβή το γεγονός, το οποίο είναι γνωστό και σε νεώτερους ακόμη εκτός από  τους  παλαιούς  Φαρασιώτες  στην  Χωριστή  Δράμας  (Μωυσή  Κογλανίδη,  Βασίλειο  Καρόπουλο κ.α.) και στην Πετρούσσα Δράμας (Ανέστη Καραούσογλου κ.α.).
Από  το  απόσπασμα  αυτό  που  ακολουθεί  ύστερα  από  την  διήγηση  των  θαυμάτων του Πατρός Αρσενίου καταλαβαίνει κανείς ότι και αυτό ευωδιάζει από το  πνευματικό άρωμα του Χατζεφεντή.  Αντίγραφο  από  το  τεύχος  «Περί  Θείας  Μεταλήψεως»  του  πατρός  Ιωακείμ  Σπετσιέρη, έκδοσις Γ. Κ. Ροδή, Αθήναι 1937: «Έτερον την Κυριακήν τηςΟρθοδοξίας  εις  τον  Ναόν  της  Αναστάσεως  εν  Ιεροσολύμοις.  Λειτουργός  ήτο  ο  Πατριάρχης  Νικόδημος,  συλλειτουργοί  εξ  αρχιερείς,  δώδεκα  ιεροδιάκονοι  και  υπέρ  τους  τεσσαράκοντα ιερείς· πολλοί δε εκ των ιερέων ήσαν προσκυνηταί εκ τε της Ανατολής,  της Ρωσσίας και από άλλα μέρη . Ήμην και εγώ εις των συλλειτουργούντων ιερέων.  Μετά την Μεγάλην Είσοδον και ότε ο λειτουργός Πατριάρχης ανέγνωσεν την ευχήν και  ηυλόγησε τα τίμια δώρα, ενός εκ των συλλειτουργούντων ιερέων ήστραψε το πρόσωπον,  ώστε μοι επροξένησε μεγάλην εντύπωσιν . Ο ιερεύς ούτος θα είχε συμπληρώσει το  εβδομηκοστόν έτος της ηλικίας του. Ηρώτησα άλλους ιερείς λέγων : «Πόθεν είναι ο  ιερεύς ούτος;». Μοι είπον: «Εκ της Καππαδοκίας και ήλθε προσκυνητής». Μετά την  Θείαν Λειτουργίαν ηρώτησα: «Ήλθον και άλλοι εκ του μέρους εκείνου, ένθα είναι και ο  ιερεύς ούτος;». «Ναι, είπον μοι, ήλθον και άλλοι προσκυνηταί μαζί με τον ιερέα τούτον».  «Παρακαλώ, είπον ενός των ιεροδιακόνων, φώναξε ένα ή δύο εκ των προσκυνητών,  οίτινες ήλθον με τον ιερέα τούτον». Ο ιεροδιάκονος εφώνησε και ήλθον τρεις . Λέγω  αυτοίς:  «Από  το  μέρος  εστέ  ένθα  και  ο  ιερεύς  όστις  ήτο  σήμερον  συλλειτουργός;».  «Μάλιστα, απεκρίθησαν, από το ίδιον μέρος και ο ιερεύς ούτος είναι ιδικός μας». Λέγω  πάλιν  αυτοίς:  «Πώς  διάγει;  Είναι  καλός  ιερεύς;».  Λέγουσι  μοι:  «Ούτος  είναι  άγιος  άνθρωπος, κάμνει θαύματα, ώστε, άμα αναγνώση εις ένα ασθενή ευχήν, γίνεται καλά ο  ασθενής, ώστε όχι μόνον ημείς τον  έχομεν ως άγιον αλλά και οι Τούρκοι, διότι και  εις αυτούς κάμνει θαύματα και ιατρεύει ασθενείς …».    Στον εξαϋλωμένο άνθρωπο του Θεού, Πατέρα Αρσένιο,  λειτουργούσαν οι πνευματικοί νόμοι.  Ενώ ζούσε μυστικά και έφευγε τις δόξες του κόσμου,  τον πρόδιδε η Χάρις του Θεού.
Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου: Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια