Γράμμα του ιδίου του π. Ιακώβου.
Εν Ιερά Μονή Γέροντος, τη 10η Μαρτίου 1958.
Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;
Σεβαστέ μου και πολύ αγαπητέ μου Πατέρα Θεόδωρε σε προσκυνώ. Ασπάζομαι την δεξιάν σου μετά πολλής ευλαβείας και σεβασμού.
Έλαβον την σεπτήν σου και αγίαν επιστολήν, ευχαριστώ θερμότατα δι’ όλα τα παρήγορα λόγια σου, που χύνουν βάλσαμο στην πονεμένη ψυχή μου, ευχαριστώ δια τας προσευχάς σου δια την αδελφήν μου, ομοίως και εγώ, σεβαστέ μου πάτερ, αναπέμπω δεήσεις, δι’ όλους που έφυγαν από την πρόσκαιρη αυτή ζωή, ιδιαιτέρως για τον αξέχαστον Παπαδημήτρη (=παπα-Δημήτρη) που τόσο αγαπούσα από παιδιόθεν.
Πατέρα Θεόδωρε ελυπήθην ως άνθρωπος για την αδελφήν μου, αλλά το χαρμόσυνον είναι ότι ηξιώθη η ταπεινή Τασία, να ευφραίνετε εις τα σκηνώματα τα αγαπητά του οσίου Ιωάννου του Ρώσσου. Πάτερ μου, εν αποκαλύψει και εν οπτασία είδον την αδελφήν μου εις ουρανίαν Μονήν Ιωάννου του Ρώσσου. Πάτερ μου, τρέμω όλως μ’ αυτά που σου γράφω, δεν είδε δυσκολίαν εις την άνοδον, ούτε και εις το κριτήριον, παραστάται ήτο ο όσιος Δαβίδ και ο Ιωάννης ο Ρώσσος, ζη κύριος ο Θεός.
Τώρα δεν λυπούμε διότι παρήγγηλεν εις εμένα να μη κλαίω πλέον αλλά να χαίρωμαι δι’ αυτήν, όπου ηξιώθη ουρανίων θαλάμων, οι άγιοι πατέρες υποβάλλουν τα σέβη των, η χάρις του οσίου Δαβίδ πάντα να σε επισκιάζη, και να σε ενισχύη.
Τα σέβη μου εις την Πρεσβυτέραν και Δημητράκη, ιδιαιτέρως εις την Γερόντισσαν. Πατέρα Θεόδωρε ο Χριστιανός φεύγει από την ματαιότητα της παρούσης ζωής και εισέρχεται εις τον ουράνιον λιμένα, όπου κανείς κλυδωνισμός δεν τον ενοχλεί και κανέν ναυάγιον δεν λαμβάνει χώραν. Εχθροί εκεί και διωγμοί δεν υπάρχουν, θλίψεις, πόνοι, και περιπέτειαι δεν εισχωρούν, συναντώμενος εκεί με πρόσωπα προσφιλή και εξαίρετα, απολαμβάνει εκ του πλησίον το πρόσωπον του Λυτρωτού, και συγκατοικεί εις την αιωνίαν πατρίδα του και εις τον πανένδοξον οίκον του πατρός του.
Σαν άνθρωποι βέβαια θα λυπηθούμε, διότι από κοντά μας έφυγε ένα προσφιλές πρόσωπον. Εφ’ όσον και ο Κύριος εδάκρυσε όταν αντίκρυσε τον Λάζαρο, θα κάμω υπομονήν δια την αγάπην του Κυρίου μου και του οσίου Δαβίδ.
Να με συγχωρέσης δια τα αστειχίωτα γραφόμενά μου, αλλά γνωρίζω τον Σεβαστόν μου πατέρα Θεόδωρον, πόσον με αγαπά και δεν θα με παραξιγήση, σας κούρασα πάτερ μου, αλλά είναι ζωντανή η πίστις και όλα είναι άγια. Μετά πολλής της αγάπης, ευλαβείας και σεβασμού ασπάζωμαι την αγίαν σου κορυφήν εν φιλίματι αγίω,
ο ταπεινός δούλος του Κυρίου Ιάκωβος
(Ο μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης,Στυλιανού Παπαδοπουλου, σελ. 85-86)
0 Σχόλια