~ Οι χαριτωμένοι άνθρωποι, οι άνθρωποι του Θεού, μεταδίδουν τα συναισθήματά τους, τη χαρά και τη λύπη τους σε όλη την κτίση. Η άλογη κτίση συγχαίρει και συνοδυνάται με αυτούς.
Οι προπτωτικές καταστάσεις επαναλαμβάνονται, για να μας διαβεβαιώσουν ότι υπάρχει Θεός, ότι υπάρχει ατελεύτητη μακαριότητα, την οποίαν έχασαν οι προπάτορες με την παρακοή στο θέλημα του Θεού και την πτώση στην αμαρτία, και ότι από εδώ στη γη μπορούν να απολαύσουν πάλι την ευφροσύνη των ουρανών οι “καθαροί την καρδίαν”. Οι χαριτωμένοι άνθρωποι μεταδίδουν τη χαρά και στα πουλιά και στα ζώα και στα δένδρα, σε ολάκερη την κτίση.
Ο Γέροντας Ιάκωβος, ο απλός και αγράμματος ασκητής, ο πνευματοφόρος ηγούμενος της Μονής του Οσίου Δαβίδ, είχε ελκύσει τη χάρη του παναγίου Πνεύματος με την αδιάλειπτη προσευχή και σύντονη άσκησή του· με την αφειδόλευτη αγάπη του και την συμπόνια του προς κάθε ένα που έπασχε, που είχε ανάγκη, που λύγιζε από το φορτίο των βιοτικών μεριμνών και των θλίψεων. Η πανταχού παρουσία του Θεού τον γέμιζε τόσο, που δεν αισθανόταν ποτέ μοναξιά. Είχε μια πληρότητα καρδιάς, που τον χαροποιούσε και τον μετέφερε σε άλλους κόσμους, μακρινούς, αΰλους, φωτεινούς, γεμάτους χαρά και αγαλλίαση, που παρέχει και μόνη η αίσθηση της παρουσίας του γλυκυτάτου Ναζωραίου.
Χριστούγεννα! Ημέρα χαράς και συμπανηγυρισμού της γης και του ουρανού. Άγγελοι υμνούν τον τεχθέντα Βασιλέα. Βοσκοί και Μάγοι προσκυνούν τον μονογενή υιό της Παρθένου, τον τέλειο Θεό, που καταδέχθηκε να γίνει και τέλειος άνθρωπος. Μυστήριον ξένον και παράδοξον τελεσιουργείται στο απέριττο σπήλαιο της Βηθλεέμ. Το ανθρώπινο γένος αναγενάται. Ο πεσών Αδάμ ανακαλείται. Χαρά σε όλη την κτίση !
Χριστούγεννα στη Μονή του Οσίου Δαβίδ με Λειτουργό τον άγιο Γέροντα ήταν μια μοναδική εμπειρία. Γι’ αυτό και το περιστατικό που διηγούνται κάποιοι φοιτητές που βρέθηκαν εκεί τέτοια μέρα είναι συγκλονιστικό. Με όλα τα χρώματα του λόγου και αν προσπαθήσουμε να το ζωγραφίσουμε δεν μπορούμε να αποδώσουμε την ομορφιά του. Θα το προσπαθήσουμε όμως για να μεταδώσουμε κι’ εμείς τη χαρά των Χριστουγεννιάτικων στιγμών του Γέροντα Ιακώβου.
Μετά την αγρυπνία των Χριστουγέννων αποσύρθηκαν μοναχοί και επισκέπτες για λίγη ξεκούραση στα κελλιά τους. Ο χειμωνιάτικος καιρός και το κρύο μάζευαν όλους σε ζεστούς χώρους. Στο μοναστήρι βέβαια τα κελλιά δεν είχαν θέρμανση, πολύ δε περισσότερο το κελλάκι του Γέροντα. Στην τραπεζαρία υπήρχε μόνο μια σόμπα, που σκόρπιζε θαλπωρή στους ασυνήθιστους από το κρύο προσκυνητές. Και αυτή όμως δεν ήταν απαραίτητη γιατί ο Χριστός θέρμαινε τις ψυχές αυτών που Τον αγαπούσαν “υπέρ πατέρα και μητέρα” και που γι’ Αυτόν εγκατέλειψαν τα πάντα· ιδιαιτέρως την ημέρα αυτή των Χριστουγέννων, που οι φίλοι του θείου Βρέφους κάνουν φάτνη την καρδιά τους για να τον υποδεχθούν και να ζεσταθούν από τη ζωντανή παρουσία Του. Οι δύο φοιτητές ξεκουράστηκαν λίγο, αλλά τα κελλιά τους δεν τους κρατούσαν. Βγήκαν έξω για ένα περίπατο στο δάσος. Οδήγησαν τα βήματά τους προς το Αγιονέρι, μια περιοχή με πολλά πλατάνια και ένα ποτάμι που έτρεχε με ταχύτητα τα γάργαρα νερά του. Καθώς περπατούσαν άκουσαν κάποιον να ψάλλει πολύ γλυκά “Χριστός γεννάτε δοξάσατε. Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε”. Πλησίασαν προς το μέρος, από όπου ερχόταν η ψαλμωδία. Η φωνή τους φάνηκε γνώριμη. Δεν είχαν αμφιβολία. Ήταν ο Γέροντας Ιάκωβος. Ο άνθρωπος του Θεού, ο οποίος δεν είχε πάει να ξεκουραστή. Προτίμησε να μεταφέρει το χαρούμενο μήνυμα της σαρκώσεως του Θεανθρώπου Ιησού στην άλογη φύση. Πήγε και γονάτισε μέσα στην κουφάλα ενός γέρικου πλατάνου και προσευχόταν με τα χέρια υψωμένα, άδοντας και ψάλλοντας το Απολυτίκιο και τις Καταβασίες της εορτής των Χριστουγέννων. Το πιο θαυμαστό όμως που αντίκρυσαν ήταν ότι όλα τα πουλιά του δάσους μαζεύτηκαν και πετούσαν πάνω από το πλατάνι, που βρισκόταν ο άνθρωπος αυτός. Δεν υπήρχε πουθενά αλλού πουλί. Τα γύρω δένδρα γυμνά και άδεια. Όλα τα πουλιά του δάσους μαζεύτηκαν πάνω στο πλατάνι ” των Χριστουγέννων”, που νόμιζες πως είχε φύλλα, καθότι ως φυλλοβόλα δένδρα την εποχή αυτή τα πλατάνια είχαν ρίξει όλα τους τα φύλλα στη γη και παρέμεναν γδυτά.
Όταν ο Γέροντας είδε τους δύο φοιτητές κατέβασε τα δεητικά χέρια του και σταμάτησε την ψαλμωδία. Τότε σταμάτησαν την συμφωνία και τα πουλιά και άρχισαν να πετούν και να απομακρύνονται. Η χοϊκή παρουσία των νέων τα έδιωχνε, τους χάλασε τη μυστική χριστουγεννιάτικη χορωδία. Σηκώθηκε ο άνθρωπος του Θεού και απευθυνόμενος στους δύο νέους τους λέει:
– Να καλά μου παιδιά! Ήταν τόση η χαρά μου από την γέννηση του Χριστού, που δεν άντεχα να την έχω μόνος μου και είπα, δεν πηγαίνεις χαζέ Ιάκωβε μέσα στο δάσος να ψάλλης “Χριστός γεννάτε δοξάσατε”; Και όπως έψελνα, ήλθαν όλα αυτά τα πουλιά και έψελναν και αυτά μαζί μου !
Βλέπετε ο απλός Γέροντας Ιάκωβος ήταν αναγγενημένος, αφού είχε μιμηθεί το Χριστό μας και τα στίγματα της αγάπης του βάσταζε στην καρδιά του. Γι’ αυτό και αν και ζούσε στη γη προαπολάμβανε της χαράς των ουρανών. Ζούσε τη μυστική χαρά του Παραδείσου.
Γράφει ο Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας – Υμνογράφος
πηγή: iconandlight
0 Σχόλια