~ Με το στόμα μιας δαιμονισμένης έλεγε ο διάβολος προς τον π. Ιάκωβο:
«Με λένε Βελίαρ. Εγώ ωθώ τον κόσμο στις παραλίες τα καλοκαίρια. Έβαλα τα όργανά μου και βάλανε φωτιές στα δάση, για να κάψουν το Μοναστήρι του Οσίου Παταπίου (Αθήνα περίπου 1985).
»Οι αιρέσεις όλες είναι δικές μου. Οι Πεντηκοστιανοί, οι Μασσόνοι, οι Χιλιαστές κ.τ.λ.
»Ρε, Ιάκωβε, με έχεις δέσει μπροστά σε αυτόν τον Δαυΐδ και σου τα λέω αυτά.
»Τι κάνουν και αυτοί οι καλόγεροι στο Άγιον Όρος και γυρίζουν το κομποσχοίνι και ψιθυρίζουν! Αλλά όποιος θέλει να πάη εκεί για καλόγερος, εγώ τον γυρίζω πίσω, προσπαθώ. Του βάζω άσχημες σκέψεις. Είμαι το δαιμόνιο της πορνείας.
»Τι να σε κάνω, ρε Ιάκωβε! Δεν μπορώ να σε ρίξω. Με καίει η ταπείνωσή σου και με καίει ο Χριστός που έχεις μέσα σου. Αλλοιώς… από παιδί σε πολεμούσα να σε ρίξω.
»Εγώ δεν θα έμπαινα σ’ αυτήν, αλλά αυτή έκανε την αμαρτία».
*****
Τις προάλλες –έλεγε ο Γέροντας Ιάκωβος– που παρέβγαζα τον “Άγιο Σάμου” που ήρθε για κάποια πνευματικά ζητήματα, έμπαινε στο μοναστήρι μια γυναίκα με δυο παλληκάρια, καλά παιδιά, τα βλέπεις σαν αγγέλους τα παιδιά. Και λέει η γυναίκα: «Ο π. Ιάκωβος είναι άγιος, αλλά δεν το πιστεύουν αυτοί οι μοναχοί που είναι εδώ μέσα. Πάρτε το είδηση, ο π. Ιάκωβος είναι άγιος και κάνει θαύματα, αλλά είναι ταπεινός και κρύβεται». Το έλεγε αυτό το δαιμόνιο που είχε μέσα της.
«Δέσποτά μου, λέγω, ξέρετε αυτή έχει σατανά, για να με πλανήση τα λέγει αυτά. Εγώ είμαι χοϊκός άνθρωπος και όταν πεθάνω στην γη θα με βάλουν, μέσα όμως σ’ αυτό το σαρκίο κατοικεί ψυχή αθάνατη, γι’ αυτήν την ψυχή ζω 70 χρόνια τώρα και αγωνίζομαι».
Μου λένε τα παιδιά της, «η μητέρα μας είναι αλλά έχει δαιμόνιο. Σας είχαμε στείλει γράμμα και μας απαντήσατε, η μητέρα μας το έχει στο εικονοστάσι· αυτό το έπαθε την Καθαρά Δευτέρα». Λέει, ξανά αυτή:
– Πάτερ Ιάκωβε, είστε άγιος.
– Δεν το πιστεύω, λέω.
– Δέσποτά μου, λέει στον Δεσπότη, είσαι Δεσπότης εσύ.
– Βλέπεις, τι λέει το δαιμόνιο; τα ξέρει όλα το δαιμόνιο, λέγω.
– Είσαι άγιος, π. Ιάκωβε, ο κόσμος σε τιμά για άγιο και εδώ οι μοναχοί δεν σε τιμούνε για άγιο.
Έκανα τον σταυρό μου εγώ.
Την άλλη ημέρα στεκόταν στην εκκλησία πιο ήρεμη, την είχε σταυρώσει ο π. Κύριλλος με την Κάρα του Οσίου και φαίνεται την βοήθησε ο Άγιος. Όταν έφευγε ο κόσμος, άρχισε πάλι. «Πάτερ Ιάκωβε, είσαι άγιος. Άγιε του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών».
– Πάτερ μου, λέει το παιδί της, έχει αμαρτία η μητέρα μου, να πη την αμαρτία της (εξομολογηθή) για να γίνη καλά.
– Βρε, παιδί μου, του λέω, καλό είναι να πη την αμαρτία της, αλλά εγώ βλέπω ότι έχει πάνω της δαιμόνιο ασωτίας.
Τέλος πάντων ήρθε να ‘ξομολογηθή και μου επιτέθηκε να με δαγκώση στο πρόσωπο. Της ξέφυγα τελικά και πάω να ανοίξω την πόρτα. «Πού πας;» μου λέει, «νόμισες για να εξομολογηθώ ήρθα;» Λέω στο παιδί της, «πάρτην την μητέρα σου, έχει δαιμόνιο πορνείας και ασωτίας». Φεύγοντας, λέει:
– Να ξανάρθουμε, να σας φέρουμε και (πράγματα και τρόφιμα).
– Όχι, δεν χρειαζόμαστε τίποτα, της λέω.
Είχε αφήσει και μια τσάντα με κάτι σοκολάτες και μπισκότα και λέγει, «φάε και ‘συ να δης τι ωραία που θα περάσης!» Λέω στους πατέρες, «πετάξτε τα αυτά στο ποτάμι, μην δώσετε σε κανέναν άνθρωπο να φάη. Είναι διαβολικά πράγματα».
Πάντως το δαιμόνιο πολλά κάνει, μας λέει αγίους, μας λένε πολλά για να μας πλανήσουν, μας σηκώνουν τον εγωισμό και την υπερηφάνεια. Και μου είπε το παιδί της ότι «Πάτερ, από την ευχή που έλεγε η μητέρα μου νυχθημερόν, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν μας” από αυτό το έπαθε». «Από την ευχή», του λέω, «δεν παθαίνουμε τίποτα, μήπως υπερηφάνεια έβαλε μέσα της; ή μήπως έπεσε σε κανένα σοβαρό αμάρτημα;».
Ήρθε (άλλη φορά) ένας νεαρός με μία κοπέλλα, συζούσαν και είχαν εμπόδισμα από τον σατανά (μάλλον για να τεκνοποιήσουν). Τους είπα: «Να πάτε στους πατέρες της Εκκλησίας, μην πάτε στους μάγους, να πάτε στους παπάδες. Τι αξία έχουν οι παπάδες και η Εκκλησία!… Ό,τι και να θέλωμε, στην Εκκλησία να καταφεύγωμε».
Εξομολογήθηκαν με ειλικρίνεια, κάναμε μια Παράκληση, τους σταύρωσα με την αγία Κάρα και το πρωί κάναμε Λειτουργία και τους λέω, «να πάτε στον παπά του χωριού σας εκεί, να νηστέψετε τρεις ημέρες από όλα, τα πάντα, να καλέσετε τον παπά να κάνετε ένα Ευχέλαιο στο σπίτι σας και να ανοίξετε τρεις Εκκλησίες, τον Άγιο Γεώργιο, τον Άγιο Δημήτριο, την Αγία Παρασκευή, αν δεν μπορήτε τρεις, να ανοίξετε μία. Να τις λειτουργήσετε και θα λυθούν αυτά, μόνον μην πάτε στους μάγους». «Δεν πάμε, παπα-Ιάκωβε».
Την εποχή εκείνη δίναν 3.000 δραχμές (στους μάγους), πολλά λεφτά τότε. Μόνο τον λόγο που τους είπα, μετανόησαν τα παιδιά, μέχρι να πάνε στο χωριό λύθηκε αυτός ο δεσμός που είχαν, αυτό το εμπόδισμα που είχαν από τον σατανά και ζούνε ζωή ευλογημένη. Κάναν 5-6 παιδάκια, φτωχοί άνθρωποι είναι και είναι (τώρα) κοντά στον Θεό.
πηγή: koinoniaorthodoxias
0 Σχόλια