ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 (ΙϚ)
1 Καὶ προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι καὶ Σαδδουκαῖοι πειράζοντες ἐπηρώτησαν αὐτὸν σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπιδεῖξαι αὐτοῖς. | 1 Τοτε οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι (που ήσαν άσπονδοι εχθροί μεταξύ των, αλλά τους ήνωσε το κοινόν μίσος τους κατά του Χριστού) προσήλθαν στον Ιησούν και του εζητούσαν επιμόνως να δείξη εις αυτούς θαύμα από τον ουρανόν, που να είναι σημείον ότι αυτός έχει σταλή από τον ουράνιον Πατέρα. (Εζητούσαν δε αυτό, όχι διότι θα επίστευαν, αλλά δια να πειράξουν τον Ιησούν και τον εκθέσουν ενώπιον του λαού). |
2 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Ὀψίας γενομένης λέγετε· εὐδία· πυρράζει γὰρ ὁ οὐρανός· | 2 Εκείνος δε απεκρίθη και τους είπε· “όταν βραδιάση, λέγετε· Θα έχωμεν καλοκαιρίαν, διότι είναι κοκκινωπός ο ουρανός. |
3 καὶ πρωΐ· σήμερον χειμών· πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός· ὑποκριταί, τὸ μὲν πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ γινώσκετε διακρίνειν, τὰ δὲ σημεῖα τῶν καιρῶν οὐ δύνασθε γνῶναι; | 3 Και το πρωί βλέπετε προς την ανατολήν και λέγετε· σήμερα θα είναι κακοκαιρία, διότι ο ουρανός είναι κόκκινος και νεφελώδης. Υποκριταί, ξέρετε να διακρίνετε τα φαινόμενα του ουρανού, τα δε σημεία των καιρών, δηλαδή τα θαύματα που κάνω εγώ, που μαρτυρούν ότι έχουν φθάσει αι ημέραι του Μεσσίου, δεν ημπορείτε να τα διακρίνετε; |
4 γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἀπῆλθεν. | 4 Γενεά πονηρή και άπιστη ζητεί με επιμονήν θαύμα· και άλλο θαύμα δεν θα δοθή εις αυτήν, παρά μόνον το του Ιωνά του προφήτου”. Τους εγκατέλειψε δε με αγανάκτησιν και έφυγε. |
5 Καὶ ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὸ πέραν ἐπελάθοντο ἄρτους λαβεῖν. | 5 Οταν δε ήλθαν οι μαθηταί στο απέναντι μέρος της λίμνης, αντελήφθησαν ότι είχαν λησμονήσει να πάρουν μαζή τους άρτους. |
6 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ὁρᾶτε καὶ προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων. | 6 Ο δε Ιησούς τους είπε· “κυττάξτε καλά και προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων”. |
7 οἱ δὲ διελογίζοντο ἐν ἑαυτοῖς λέγοντες ὅτι Ἄρτους οὐκ ἐλάβομεν. | 7 Οι δε μαθηταί εσκέπτοντο από μέσα των και έλεγαν· Ημείς δεν επήραμε καθόλου ψωμιά μαζή μας. |
8 γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τί διαλογίζεσθε ἐν ἑαυτοῖς, ὀλιγόπιστοι, ὅτι ἄρτους οὐκ ἐλάβετε; | 8 Ο Ιησούς ως παντογνώστης εγνώρισε πολύ καλά τας σκέψεις των και είπε εις αυτούς· “τι σκέπτεσθε από μέσα σας, ω ολιγόπιστοι, και ανησυχείτε, διότι δεν επήρατε μαζή σας άρτους; |
9 οὔπω νοεῖτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε; | 9 Ακομα δεν εννοείτε την σημασίαν των λόγων μου, ούτε ενθυμείσθε τους πέντε άρτους των πέντε χιλιάδων και πόσα κοφίνια περίσσευμα επήρατε; |
10 οὐδὲ τοὺς ἑπτὰ ἄρτους τῶν τετρακισχιλίων καὶ πόσας σπυρίδας ἐλάβετε; | 10 Ούτε τους επτά άρτους των τεσσάρων χιλιάδων και πόσα μεγάλα καλάθια με περίσσευμα επήρατε; |
11 πῶς οὐ νοεῖτε ὅτι οὐ περὶ ἄρτων εἶπον ὑμῖν προσέχειν ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων; | 11 Πως δεν καταλαβαίνετε ότι δεν σας είπα να προσέχετε από το υλικό προζύμι και τα ψωμιά των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων;” |
12 τότε συνῆκαν ὅτι οὐκ εἶπε προσέχειν ἀπὸ τῆς ζύμης τοῦ ἄρτου, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς διδαχῆς τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων. | 12 Τοτε οι μαθηταί κατάλαβαν, ότι δεν τους είπε να προσέχουν από το προζύμι του ψωμιού, αλλά από την κακήν διδασκαλίαν των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, που ομοιάζει με χαλασμένο προζύμι. |
13 Ἐλθὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων· Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; | 13 Οταν δε ήλθεν ο Ιησούς εις τα μέρη της Καισαρείας, την οποίαν είχε επεκτείνει και εξωραΐσει ο Ηρώδης ο Φιλιππος, ερώτησε τους μαθητάς του λέγων· “τι λένε οι άνθρωποι, ότι είμαι εγώ, ο υιός του ανθρώπου;” |
14 οἱ δὲ εἶπον· Οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἰερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν. | 14 Εκείνοι δε είπαν· “άλλοι μεν λένε ότι είσαι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, άλλοι δε ο Ηλίας, και άλλοι ότι είσαι ο Ιερεμίας η ένας από τους προφήτας”. |
15 λέγει αὐτοῖς· Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; | 15 Λεγει εις αυτούς· “σεις όμως οι μαθηταί μου ποίος λέτε, ότι είμαι;” |
16 ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. | 16 Απεκρίθη δε ο Σιμων ο Πετρος και είπε· “Συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του Θεού του αιωνίου, που έχει ζωήν και δίδει ζωήν”. |
17 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. | 17 Και ο Ιησούς απήντησε και του είπε· “μακάριος είσαι, Σιμων υιέ του Ιωνά, διότι την ομολογίαν, που έκαμες, δεν σου την εφανέρωσε αίμα και σαρξ, δηλαδή κάποιος άνθρωπος, αλλά ο Πατήρ μου ο επουράνιος. |
18 κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. | 18 Και εγώ δε σου λέγω τούτο· ότι συ είσαι Πετρος και επάνω εις αυτήν την πέτραν της ομολογίας σου θα οικοδομήσω ασάλευτον την Εκκλησίαν μου, και πύλαι Αδου (δηλαδή όλαι αι κακαί δυνάμστου πονηρού διαβόλου και των διεστραμμένων ανθρώπων), δεν θα υπερισχύσουν και δεν θα κατορθώσουν τίποτε εναντίον της. |
19 καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς. | 19 Και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, θα σου δώσω δηλαδή την εξουσίαν, ώστε όποιο αμάρτημα δεν θα συγχωρήσης συ εις την γην, θα είναι ασυγχώρητον και στους ουρανούς· και αμάρτημα το οποίον συ θα συγχωρήσης επάνω εις την γην, θα είναι συγχωρημένον στους ουρανούς”. |
20 τότε διεστείλατο τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἵνα μηδενὶ εἴπωσιν ὅτι αὐτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ Χριστός. | 20 Τοτε δε έδωσε αυστηράν εντολήν στους μαθητάς του, να μη είπουν εις κανένα ότι αυτός είναι Ιησούς ο Χριστός. |
21 Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι δεῖ αὐτὸν ἀπελθεῖν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ πολλὰ παθεῖν ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ ἀποκτανθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι. | 21 Από τότε ήρχισεν ο Ιησούς να φανερώνη στους μαθητάς του, ότι πρέπει αυτός να μεταβή εις Ιεροσόλυμα και να πάθη πολλά από τους πρεσβυτέρους, τους αρχιερείς και γραμματείς και να θανατωθή, και την τρίτην ημέραν από τον θάνατόν του να αναστηθή. |
22 καὶ προσλαβόμενος αὐτὸν ὁ Πέτρος ἤρξατο ἐπιτιμᾶν αὐτῷ λέγων· Ἵλεώς σοι, Κύριε· οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦτο. | 22 Και ο Πετρος, κατατρομαγμένος από τας αποκαλύψεις αυτάς του Διδασκάλου, τον επήρε ιδιαιτέρως και ήρχισε με ζωηρότητα να συνιστά και να του λέη· “ο Θεός να σε φυλάξη, Κυριε, από όσα φοβερά μας είπες ότι θα σου συμβούν· Δεν πρέπει να σου συμβούν αυτά”. |
23 ὁ δὲ στραφεὶς εἶπε τῷ Πέτρῳ· Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ· σκάνδαλόν μου εἶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων. | 23 Ο Ιησούς εστράφη αποτόμως προς τον Πετρον και του είπε· “φύγε από εμπρός μου, σατανά. Μου είσαι εμπόδιον στο απολυτρωτικόν μου έργον. Διότι δεν φρονείς και δεν δέχεσαι ο,τι είναι ευάρεστον στον Θεόν, αλλά ο,τι αρέσει στους ανθρώπους”. |
24 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι. | 24 Τοτε ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του· “εάν κανείς θέλη πράγματι να είναι οπαδός μου, ας απαρνηθή τον αμαρτωλόν εαυτόν του, ας προετοιμασθή να υποστή πολλάς θλίψεις και αυτόν ακόμη τον σταυρικόν θάνατον, και ας με ακολουθήση. |
25 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν. | 25 Διότι εκείνος που θέλει να σώση την ζωήν του αρνούμενος εμέ, θα την χάση. Οποιος δε θυσιάσει την ζωήν του ένεκα της πίστεώς του εις εμέ, αυτός θα κληρονομήση την μακαρίαν και ατελεύτητον ζωήν. |
26 τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; | 26 Διότι τι έχει να ωφεληθή ο άνθρωπος, εάν κερδήση όλον τον κόσμον, χάση δε την αθάνατον ψυχήν του; Η τι θα δώση ο άνθρωπος αντάλλαγμα, δια να εξαγοράση την ψυχήν του; |
27 μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ. | 27 (Καθένας σύμφωνα με τα έργα του θα τακτοποήση την θέσιν του εις την αιωνιότητα). Διότι ο υιός του ανθρώπου θα έλθη με όλην την δόξαν του Πατρός του, που θα είναι και δική του δόξα, μαζή με τους αγγέλους του και τότε θα αποδώση στον καθένα κατά τα έργα του, σαν υπέρτατος και δικαιότατος κριτής, που είναι. |
28 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. | 28 Σας διαβεβαιώνω ότι υπάρχουν μερικοί από αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευθούν τον θάνατον, έως ότου ίδουν τον υιόν του ανθρώπου να έρχεται εις την βασιλείαν του, δηλαδή να ιδρύη με την κάθοδον του Αγίου Πνεύματος την Εκκλησίαν του”. |