ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)
1 Διὸ ἀναπολόγητος εἶ, ὦ ἄνθρωπε, πᾶς ὁ κρίνων· ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων. | 1 Και συ ο Ιουδαίος γνωρίζεις πόσον ο Θεός οργίζεται εναντίον εκείνων που καταπατούν το θέλημά του). Δια τούτο είσαι αναπολόγητος, ω άνθρωπε, οιοσδήποτε και αν είσαι συ, ο οποίος καταδικάζστους άλλους, διότι καθ' ον χρόνον κρίνεις και καταδικάζστον άλλον, κρίνεις και καταδικάζστον εαυτόν σου. Επειδή και συ ο Ιουδαίος, που παρουσιάζεσαι ως αυτόκλητος δικαστής, κάμνεις τα ίδια με τον ειδωλολάτρην. |
2 οἴδαμεν δὲ ὅτι τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ ἐστι κατὰ ἀλήθειαν ἐπὶ τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας. | 2 Γνωρίζομεν δε πολύ καλά ότι η δικαία κρίσις και καταδίκη εκ μέρους του Θεού εναντίον εκείνων, που πράττουν τέτοια αμαρτωλά έργα, είναι βεβαία και αληθινή. |
3 λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε, ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξῃ τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ; | 3 Συ, δε, ω άνθρωπε, ο οποίος καταδικάζστους άλλους, που διαπράττουν αυτά, ενώ και συ κάμνεις τα ίδια, νομίζεις ότι θα αποφύγης την καταδίκην σου εκ μέρους του Θεού; |
4 ἢ τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς μακροθυμίας καταφρονεῖς, ἀγνοῶν ὅτι τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιάν σε ἄγει; | 4 Η δείχνεις περιφρόνησιν και αχαριστίαν προς τον πλούτον της αγαθότητος του Θεού και της ανεκτικότητός του και της μακροθυμίας του απέναντί σου, θέλων έτσι να αγνοής ότι η στοργή και η αγαθότης του Θεού σε οδηγεί εις μετάνοιαν και διόρθωσιν; |
5 κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, | 5 Συμφωνα δε με την σκληρότητά σου, με την αμετανόητον και αναίσθητον καρδίαν σου, που δεν μαλάσσεται από την τόσην στοργήν του Θεού, συσσωρεύεις εναντίον του ευατού σου θησαυρούς οργής, που θα εκσπάσουν κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα εκδηλωθή η οργή του Θεού και θα φανερωθή η δικαία κρίσις αυτού, |
6 ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ, | 6 ο οποίος και “θα αποδώση στον καθένα κατά τα έργα του”· |
7 τοῖς μὲν καθ’ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζωὴν αἰώνιον, | 7 εις εκείνους μεν, οι οποίοι με υπομονήν και επιμονήν πράττουν τα αγαθά και ενάρετα έργα, ζητούν δε από τον Θεόν την δόξαν του ουρανού και την αφθαρσίαν και την αθανασίαν, θα δώση ο Θεός ζωήν αιωνίαν πλησίον του. |
8 τοῖς δὲ ἐξ ἐριθείας, καὶ ἀπειθοῦσι μὲν τῇ ἀληθείᾳ, πειθομένοις δὲ τῇ ἀδικίᾳ, θυμός καὶ ὀργὴ· | 8 Εναντίον δε εκείνων, οι οποίοι από πνεύμα αντιλογίας και φιλονεικίας δεν πείθονται μεν και δεν υποτάσσονται εις την αλήθειαν, πείθονται δε και υποδουλώνονται εις την αδικίαν, θα εκσπάση θυμός και οργή. |
9 θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν, Ἰουδαίου τε πρῶτον καὶ Ἕλληνος· | 9 Θλίψις και στενοχωρία θα κυριεύση και θα πλημμυρίση κάθε άνθρωπον, ο οποίος αμετανόητα επιμένει να εργάζεται το κακόν, τον Ιουδαίον κατά πρώτον λόγον, αλλά και τον εθνικόν· |
10 δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι· | 10 δόξα δε από τον Θεόν, τιμή και έπαινος, ειρήνη και χαρά θα δοθή εις καθένα, που εργάζεται το αγαθόν, στον Ιουδαίον πρώτον, αλλά και στον ειδωλολάτρην· |
11 οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. | 11 διότι δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός· (δεν λαμβάνει υπ' όψιν την φυλήν και την τάξιν των ανθρώπων, αλλά την πίστιν και τα έργα των). |
12 ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. | 12 Δι' αυτό, όσοι ημάρτησαν, χωρίς να έχουν γνωρίσει τον μωσαϊκόν Νομον, θα καταδικασθούν εις απώλειαν, χωρίς να χρησιμοποιηθή ο Νομος ως μέτρον της κρίσεως εναντίον των· και όσοι ημάρτησαν, ενώ είχαν λάβει και εγνώριζαν τον γραπτόν, τον μωσαϊκόν Νομον, θα κριθούν επί τη βάσει του Νομου. |
13 οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. | 13 Διότι δίκαιοι και άξιοι αμοιβής ενώπιον του Θεού δεν είναι αυτοί, οι οποίοι απλώς ακούουν και γνωρίζουν τον Νομον, αλλ' όσοι τον τηρούν και τον εφαρμόζουν. |
14 ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, | 14 Οταν λοιπόν εθνικοί και ειδωλολάτραι, που δεν έχουν λάβει τον γραπτόν Νομον του Θεού, πράττουν δε από έμφυτον ηθικήν παρόρμησιν όσα λέγει ο Νομος, αυτοί καίτοι δεν έχουν νόμον είναι οι ίδιοι δια τον ευατόν των νόμος (επειδή έχουν οδηγόν την συνείδησίν των). |
15 οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων, | 15 Αυτοί αποδεικνύουν και φανερώνουν με την συμπεριφοράν των, ότι έχουν γραπτόν το έργον του Νομου μέσα εις τας καρδίας των, όταν η συνείδησίς των δίδη μαρτυρίαν και επιβεβαίωσιν εις αυτούς δια τας πράξεις των, αν είναι καλαί η κακαί, η δε διάνοια εκ παραλλήλου προς την συνείδησιν αναπτύσσει λογισμούς, οι οποίοι κατηγορούν ο ένας τον άλλον η και απολογούνται, δια την εξακρίβωσιν του καλού. |
16 ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ. | 16 Αυτοί, λοιπόν, οι ειδωλολάτραι, οι τηρηταί του εμφύτου ηθικού νόμου, θα ανακηρυχθούν δίκαιοι εκ μέρους του Θεού κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν ο δίκαιος Θεός θα κρίνη τας φανεράς και κρυφάς πράξεις των ανθρώπων δια του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με το Ευαγγέλιον, το οποίον εγώ κηρύττω. |
17 Ἴδε σὺ Ἰουδαῖος ἐπονομάζῃ, καὶ ἐπαναπαύῃ τῷ νόμῳ, καὶ καυχᾶσαι ἐν Θεῷ, | 17 Ιδού, λοιπόν, συ έχεις ως τιμητικόν τίτλον το όνομα του Ιουδαίου (όναμα που το ετίμησαν πατριάρχαι και προφήται) και επαναπαύεσαι στον Νομον, που έχεις λάβει, και καυχάσαι δια τον Θεόν, που έχεις γνωρίσει ως ιδικόν σου. |
18 καὶ γινώσκεις τὸ θέλημα, καὶ δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα, κατηχούμενος ἐκ τοῦ νόμου, | 18 Και γνωρίζστουλάχιστον θεωρητικώς, το θέλημα του Θεού και είσαι εις θέσιν να διακρίνης την διαφοράν μεταξύ καλού και κακού, διότι διδάσκεσαι από τον Νομον· |
19 πέποιθάς τε σεαυτὸν ὁδηγὸν εἶναι τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, | 19 και έχεις σχηματίσει δια τον ευατόν σου την πεποίθησιν ότι είσαι αδηγός των τυφλών, δηλαδή των ειδωλολατρών, φως δι' εκείνους που ευρίσκονται στο σκοτάδι της πλάνης, |
20 παιδευτὴν ἀφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ. | 20 παιδαγωγός κατά Θεόν των αφρόνων, διδάσκαλος αυτών που είναι νήπιοι κατά την γνώσιν και την αρετήν, άνθρωπος γενικώς, που έχεις από τον Νομον την μόρφωσιν της γνώσεως και της αληθείας. |
21 ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις; ὁ κηρύσσων μὴ κλέπτειν κλέπτεις; | 21 Συ λοιπόν, που διδάσκστον άλλον, δεν διδάσκεις και δεν συνετίζστον ευατόν σου; Συ, που κηρύττεις στους άλλους να μη κλέπτουν, κλέπτεις; |
22 ὁ λέγων μὴ μοιχεύειν μοιχεύεις; ὁ βδελυσσόμενος τὰ εἴδωλα ἱεροσυλεῖς; | 22 Συ, που συμβουλεύστους άλλους να μη καταπατούν την συζυγικήν πίστιν, διαπράττεις μοιχείαν; Συ, που αποστρέφεσαι με αηδίαν τα είδωλα, διαπράττεις ιεροσυλίας, κλέπτων χρήματα από τους ειδωλολατρικούς ναούς; |
23 ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις; | 23 Συ, που καυχάσαι δια την γνώσιν του Νομου, με την παράβασιν αυτού του Νομου προσβάλλεις και ατιμάζστον Θεόν; |
24 τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καθὼς γέγραπται. | 24 Διότι πράγματι, “εξ αιτίας των ιδικών σας αναισχύντων παραβάσεων υβρίζεται και βλασφημείται το όνομα του Θεού μεταξύ των ειδωλολατρών”, όπως έχει γραφή από τον προφήτην Ησαΐαν. |
25 περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν νόμον πράσσῃς. ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ᾖς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονεν. | 25 Ετσι δε σου είναι εντελώς άχρηστος η περιτομή. Διότι η περιτομή σε ωφελεί, εάν τηρής τον Νομον. Εάν όμως είσαι παραβάτης των διατάξεων του Νομου, η περιτομή σου έχασε κάθε αξίαν και έγινε σαν την ακροβυστίαν των ειδωλολατρών. |
26 ἐὰν οὖν ἡ ἀκροβυστία τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου φυλάσσῃ, οὐχὶ ἡ ἀκροβυστία αὐτοῦ εἰς περιτομὴν λογισθήσεται; | 26 Εάν τώρα ο απερίτμητος ειδωλολάτρης τηρή τας διατάξστου νόμου και συμμορφώνεται προς αυτόν, τότε η ακροβυστία του δεν θα θεωρηθή από τον Θεόν ως περιτομή; |
27 καὶ κρινεῖ ἡ ἐκ φύσεως ἀκροβυστία, τὸν νόμον τελοῦσα, σὲ τὸν διὰ γράμματος καὶ περιτομῆς παραβάτην νόμου. | 27 Ετσι δε, ο εθνικός, που έχει φυσικήν την ακροβυστίαν, τηρεί όμως τον νόμον του Θεού, θα καταδικάση σε, ο οποίος, καίτοι έλαβες από τον Θεόν τον γραπτόν Νομον και την περιτομήν, παραβαίνεις εν τούτοις τον Νομον. |
28 οὐ γὰρ ὁ ἐν τῷ φανερῷ Ἰουδαῖός ἐστιν, οὐδὲ ἡ ἐν τῷ φανερῷ ἐν σαρκὶ περιτομή, | 28 Διότι Ιουδαίος αληθινός και άξιος των δωρεών του Θεού δεν είναι εκείνος, που εξωτερικώς φαίνεται ως Ιουδαίος ούτε αληθινή περιτομή είναι εκείνη, που έχει γίνει και φαίνεται εις την σάρκαν. |
29 ἀλλ’ ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ Ἰουδαῖος, καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι, οὐ γράμματι, οὗ ὁ ἔπαινος οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἐκ τοῦ Θεοῦ. | 29 Αλλά πραγματικός και ευάρεστος στον Θεόν Ιουδαίος είναι εκείνος, που με το άγνωστος στους ανθρώπους και κρυφό εσωτερικόν του λατρεύει και υπακούει στον Θεόν. Και αληθινή περιτομή είναι η αποκοπή πάσης κακίας και ενοχής από την καρδίαν, η οποία γίνεται με την χάριν του Αγίου Πνεύματος και όχι με την τυπικήν και νεκράν πλέον διάταξιν του μωσαϊκού Νομου. Αυτός δε, ο αληθινά γνήσιος Ιουδαίος θα λάβη τον έπαινόν του, όχι εκ μέρους ανθρώπων, αλλά από τον ίδιον τον Θεόν. |
0 Σχόλια